Μ. Περσιάνης: Να παραμείνουμε σε εγρήγορση

Οι αγορές χρέους και η ψυχολογία των επενδυτών είναι σήμερα σε μια πολύ ρευστή κατάσταση, υπογραμμίζει ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΜΙΛΥ ΜΙΝΤΗ

 

«Η Κύπρος δεν έχει άλλη επιλογή από το να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις» υπογραμμίζει σε συνέντευξή του στο περιοδικό Εconomy Τoday ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου Μιχάλης Περσιάνης. Τονίζει ακόμα ότι ενόψει των εξελίξεων «θα πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση» και εξηγεί ότι «οι αγορές χρέους και η ψυχολογία των επενδυτών είναι σε μια πολύ ρευστή κατάσταση». Σχολιάζοντας την πρόσφατη τραπεζική αναταραχή σε ΗΠΑ και Ευρώπη και πιθανές επιδράσεις στην Κύπρο, υπογραμμίζει πως «η κύρια έγνοιά μας αυτή τη στιγμή αφορά στη δυνητική μείωση των χορηγήσεων, κάτι που θα επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη της οικονομίας». Έντονη είναι η θέση του και σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό για το οποίο εκφράζει την άποψη ότι με βάση την υφιστάμενη κατάσταση «η λιγότερη οδυνηρή λύση θα είναι η αύξηση του ορίου αφυπηρέτησης» αφού όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο μεγαλύτερος εφιάλτης είναι πως θα καταστούμε μια κοινωνία που απλά δεν έχει χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες των ηλικιωμένων».

 

Ποια είναι η αποτίμησή σας για το πρώτο τρίμηνο του 2023; Έχουν διαφοροποιηθεί οι αρχικές σας προβλέψεις;

Είναι ακόμα νωρίς για αναθεώρηση των προβλέψεων για το έτος, παρά τα θετικά μηνύματα που στέλνουν τα πρώτα δεδομένα. Παρά την πολύ καλή αρχή σε κάποια από τα πρώτα στοιχεία, εξακολουθούμε να διατηρούμε κάποιες επιφυλάξεις απέναντι στην προς τα πάνω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη, στην οποία προχώρησαν άλλοι Οργανισμοί.

Η επιφύλαξή μας οφείλεται κυρίως στο εξωτερικό περιβάλλον και την εξωτερική ζήτηση και στον βαθμό στον οποίο αυτά θα επηρεάσουν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Η εκτίμηση για τον πληθωρισμό παραμένει επίσης σταθερή. Τα στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο δομικός πληθωρισμός θα είναι πιο επίμονος και πως σημαντικό κομμάτι των πληθωριστικών πιέσεων στην Κύπρο οφείλεται στη συνολική ζήτηση.

Οι πρώτες ολοκληρωμένες αναθεωρήσεις θα διαμορφωθούν όταν θα ξεκαθαρίσουν οι προθέσεις πολιτικής της κυβέρνησης, οι οποίες θα αποτυπωθούν σε σημαντικό βαθμό στο Πρόγραμμα Σταθερότητας εντός του μήνα. Προθέσεις σε σχέση με τη διαχείριση της συνολικής ζήτησης, τα αναπτυξιακά μέτρα, τις μεταρρυθμίσεις που επείγουν και το πρωτογενές πλεόνασμα, θα αλλάξουν τις εκτιμήσεις. Επίσης, αναμένουμε την ενημέρωση που ζητήσαμε σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την ΑΤΑ.

Ένα από τα σημεία που περνούν συχνά απαρατήρητα, είναι και η κατάσταση στις διεθνείς αγορές, όπου τα spread συνεχίζουν να διευρύνονται. Ακόμα και μετά την τραπεζική αναταραχή στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι οποίες προσωρινά αντέστρεψαν την ανοδική πορεία των αποδόσεων, πρέπει να διατηρήσουμε την εγρήγορσή μας, καθώς οι αγορές χρέους και η ψυχολογία των επενδυτών είναι σήμερα σε μια πολύ ρευστή κατάσταση.

 

Δημοσιονομική πειθαρχία και κοινωνική πολιτική. Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να συνυπάρξουν τα δύο; Τι θα πρέπει να αφήσουμε πίσω μας και πού πρέπει να εστιάσει η νέα κυβέρνηση στον πυλώνα του κοινωνικού κράτους;

Δεν υιοθετούμε τη λογική πως το κοινωνικό κράτος και η δημοσιονομική πειθαρχία βρίσκονται εκ φύσεως σε αντιπαράθεση. Η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί προϋπόθεση με την οποία διασφαλίζεται η ικανότητα για να ασκηθεί η κοινωνική πολιτική. Πρέπει, μάλιστα, να αναμένουμε επιδείνωση των δεικτών ανισότητας στην Κύπρο, αφού συνθήκες μειωμένης ανάπτυξης και πληθωρισμού αναπόφευκτα θα επηρεάσουν την κατανομή του πλούτου, έστω κι αν οι δείκτες ανεργίας δεν αντικατοπτρίζουν κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. Το κλειδί, όμως, βρίσκεται σε δύο σημεία:

Πρώτο, στην αυστηρή και σοβαρή στόχευση των μέτρων. Η μείωση στον φόρο για τα καύσιμα αποτελεί ένα παράδειγμα. Πρόκειται για ένα μέτρο που θα στοιχίσει, κατά τις εκτιμήσεις, περίπου 30 με 35 εκατ. ευρώ σε διαφυγόντα έσοδα για το κράτος. Είναι ένα ποσό που θα μοιραστούν όλοι- οι πιο πλούσιοι, ανεξάρτητοι αξιωματούχοι του κράτους, βουλευτές, ανώτατα στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων και μεγαλοεπενδυτές, όσο και οι αγρότες ή άτομα με πραγματική ανάγκη. Ένα μέτρο πληθωριστικό και αδιάκριτο. Αν το κράτος μοίραζε επιλεκτικά τα 2/3 του ποσού σε επιλεγμένες κατηγορίες ή σε εξειδικευμένα καύσιμα όπως το αγροτικό πετρέλαιο, τότε εκείνοι που έχουν ανάγκη θα λάμβαναν μεγαλύτερη στήριξη και ο φορολογούμενος θα πλήρωνε λιγότερα.

Δεύτερο, η συνέπεια μεταξύ στόχων και πολιτικών αποτελεί μέσο για σοβαρές εξοικονομήσεις και μάλιστα με βελτίωση του συσχετισμού μεταξύ του τι δαπανούμε σαν κοινωνία και του τι παίρνουμε σαν αντάλλαγμα. Δηλαδή θα καταφέρναμε περισσότερα, με χαμηλότερο κόστος.

Μένοντας στο ίδιο παράδειγμα με πιο πάνω, η μείωση του φόρου στα καύσιμα δικαιώνει τις επιχειρήσεις εκείνες που γνώριζαν εδώ και αρκετά χρόνια πως πρέπει να μειώσουν την κατανάλωση καυσίμων στους στόλους τους, αλλά δεν έλαβαν μέτρα. Και μάλιστα, αυτό γίνεται την ώρα που δαπανούνται άλλα κονδύλια για να προωθηθεί η πράσινη διακίνηση, το υβριδικό και ηλεκτρικό όχημα και η μείωση των ρύπων. Τέτοιες ασυνέπειες περνούν απαρατήρητες αλλά αποτελούν βαρίδι- όχι μόνο για τα δημόσια οικονομικά αλλά πρωτίστως για την ίδια την κοινωνία. Αυτά τα μερικά εκατομμύρια ευρώ θα μπορούσαν να είχαν κατευθυνθεί προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν είχαν την ευκαιρία να προσαρμοστούν, σε αντίθεση με τις μεγάλες εταιρείες του τόπου.

Η «αδιάκριτη κοινωνική πολιτική», η «οριζόντια κοινωνική πολιτική» και η «αστόχευτη κοινωνική πολιτική» είναι οξύμωρα και ενισχύουν περισσότερο εκείνους που δεν έχουν ανάγκη, με αποτέλεσμα να επιδεινώνουν και τις ανισότητες και μάλιστα με ένα ακριβό λογαριασμό για τον φορολογούμενο.

 

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ

Η συνταξιοδότηση είναι ένα άλλο σημαντικό θέμα. Πολλοί συμπολίτες μας-σύμφωνα με εκτιμήσεις- θα χρειαστούν συμπληρωματική σύνταξη. Πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας ανέφερε πως για το πέναλτι του 12% για σύνταξη στα 63 έχει ζητηθεί μελέτη για να εξεταστεί κατά πόσο μπορεί να μειωθεί ή να διαφοροποιηθεί προς τα κάτω το ποσοστό. Πώς τοποθετείται το Δημοσιονομικό Συμβούλιο;

Ο μεγαλύτερος εφιάλτης είναι πως θα καταστούμε μια κοινωνία που απλά δεν έχει χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες των ηλικιωμένων. Βαδίζουμε προς αυτή την κατεύθυνση καθώς η γήρανση του πληθυσμού συνεχίζει να αυξάνει τον λόγο εξάρτησης, δηλαδή τον συσχετισμό εργαζόμενων προς συνταξιούχους. Τα τελευταία 14 χρόνια, ο λόγος αυτός αυξάνεται και σήμερα έχουμε 44 συνταξιούχους και ανήλικους για κάθε 100 εργαζόμενους, οι οποίοι θα πρέπει να καταβάλλουν όλο και μεγαλύτερες εισφορές για να παραμείνει ζωντανό το σύστημα.

Η επιλογή σήμερα είναι να διατηρείται ένα δήθεν «απόθεμα» στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο όμως είναι στην πραγματικότητα μια μελλοντική δαπάνη στον προϋπολογισμό. Αναφέρομαι στον λογισμό ενός ποσού της τάξης σχεδόν 30% του ΑΕΠ το οποίο απλά δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, αφού αναθεωρήθηκε η αντιμετώπιση του «αποθέματος» μόλις βγήκαμε από το Μνημόνιο.

Αν θέλουμε να διατηρήσουμε τα σημερινά όρια αφυπηρέτησης, θα αναγκαστούμε να λάβουμε άλλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η επιβίωση του συστήματος. Αυτά τα μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν μεγάλη αύξηση της εισερχόμενης μετανάστευσης σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα του 2011, αφού η γεννητικότητα δεν μπορεί να αυξηθεί αρκετά για να καλύψει το κενό. Άλλη επιλογή είναι και οι μεγάλες αυξήσεις στις σχετικές καταβολές από τις νέες γενιές, σε συνδυασμό με νέες φορολογίες. Τρίτη επιλογή θα ήταν η σημαντική μείωση των ωφελημάτων. Αυτές οι επιλογές προσδίδουν μεν βιωσιμότητα στο συνταξιοδοτικό, αλλά θεωρώ πως η αύξηση του ορίου αφυπηρέτησης είναι η λιγότερο οδυνηρή και αποτελεί τη λιγότερο ανεπιθύμητη από τις επιλογές.

Υφίσταται επίσης και το ζήτημα της δικαιοσύνης μεταξύ των γενιών, αν αναλογιστεί κανείς πως όλοι οι τρόποι αντιστάθμισης του κόστους ισοδυναμούν με τη διατήρηση των οφελών της δικής μας γενιάς, μόνο αν το κάνουμε σε βάρος των επόμενων.

Πάνω από όλα, όμως, μας ανησυχεί η προσέγγιση πως το ΤΚΑ είναι βιώσιμο για ακόμα 30 χρόνια βάσει των αναλογιστικών μελετών. Αυτό είναι αλήθεια. Πρέπει όμως να αναλογιστούμε δύο στοιχεία- πρώτο, πως για να ισχύσει αυτή η εκτίμηση θα πρέπει να επαληθευτούν οι παραδοχές, όπως εκείνες που αφορούν στο λεγόμενο «απόθεμα», στις αποδόσεις του Ταμείου, στην αύξηση των ονομαστικών μισθών και στην αύξηση της απασχόλησης. Θεωρώ πιθανή την ανατροπή ορισμένων από αυτές τις παραδοχές. Ήδη, για παράδειγμα, οι εκτιμήσεις για τον λόγο εξάρτησης έχουν ανατραπεί.

Δεύτερο, ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, όσο καθυστερούν τα μέτρα θα καθίστανται όλο και πιο επώδυνα. Όσο νωρίτερα λάβουμε αποφάσεις, τόσο πιο διαχειρίσιμες θα είναι. Ο κίνδυνος είναι πως, δυστυχώς, αυτή η αβάστακτη τρύπα μπορεί δυνητικά να γίνει μια από τις σημαντικότερες κληρονομιές που θα αφήσουμε στις επόμενες γενιές.

 

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

Πώς θα πρέπει να προχωρήσουμε με τη νέα φορολογική μεταρρύθμιση;

Η φορολογική πολιτική έχει πάντα δύο πτυχές: Πρώτο, τη χρηματοδότηση των αναγκών του κράτους και δεύτερο τη διαμόρφωση κινήτρων για την οικονομία. Η δεύτερη πτυχή θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πολύ πιο έντονα από ό,τι σήμερα καθώς έχει σημαντικές προεκτάσεις δευτερογενώς για την ανάπτυξη, τα κρατικά έσοδα και γενικότερα τις συμπεριφορές της οικονομίας. Η φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία καλώς αναστάλθηκε πέρσι, θα ήταν θεμιτό να προχωρήσει, αλλά μας ανησυχεί μια μυωπική «λογιστική» λογική, με την οποία το φορολογικό σύστημα είναι αποκλειστικά προϊόν υπολογισμών για τα έσοδα. Αυτή είναι μια σημαντική πτυχή, αλλά δεν πρέπει να είναι η μόνη. Σαν Δημοσιονομικό Συμβούλιο, μας ενδιαφέρουν οι δευτερογενείς προεκτάσεις του φορολογικού συστήματος. Για παράδειγμα, το φορολογικό σύστημα πρέπει να αποθαρρύνει συμπεριφορές, όπως ρυπογόνες λειτουργίες των επιχειρήσεων, αλλά και να ενθαρρύνει, ίσως με την επιτάχυνση των αποσβέσεων, συμπεριφορές που είναι πιο πράσινες ή σχετίζονται με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας και την ψηφιοποίηση. Αυτές είναι συμπεριφορές που σήμερα επιχορηγούνται από τη μία, αλλά ταυτόχρονα αποθαρρύνονται μέσα από το φορολογικό σύστημα. Επαναλαμβάνω πως η συνέπεια μεταξύ πολιτικών στόχων είναι ένα σημαντικό μέσο εξοικονόμησης για το κράτος.

Ένα σημαντικό κίνητρο που θα πρέπει να διαμορφωθεί, έχει να κάνει και με τις ξένες επενδύσεις. Αυτές αναγκαστικά πρέπει να ενθαρρύνονται. Η Κύπρος δεν έχει άλλη επιλογή. Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι πρέπει να ληφθεί σοβαρότατα υπόψη η τραυματισμένη εικόνα της χώρας, υπάρχει ένα ακόμα σημείο το οποίο μας προβληματίζει. Οι ξένες επιχειρήσεις σήμερα λειτουργούν απομονωμένες, τόσο από την κοινωνία, όσο και από την οικονομία. Κίνητρα, περιλαμβανομένων και φορολογικών, τα οποία θα ενθαρρύνουν συμπεριφορές όπως την απασχόληση ντόπιων στελεχών και την αξιοποίηση εγχώριων δυνατοτήτων, θα πολλαπλασιάσουν τα οφέλη για τον τόπο μας. Κι αυτό, όχι μόνο μέσα από τον οικονομικό πολλαπλασιαστή των συνολικών δαπανών τους, αλλά και μέσα από τη διάχυση της γνώσης, της τεχνογνωσίας και της τεχνολογίας τους μέσα στη δική μας οικονομία.

 

ΑΥΞΗΣΗ ΜΕΔ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΝ

Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank, της Signature Bank και ακολούθως της Credit Suisse ξύπνησαν μνήμες από το παρελθόν. Πόσο σας ανησυχεί αυτή η εξέλιξη και ποιες οι πιθανές επιδράσεις στην Κύπρο;

Αυτό που ήταν δεδομένο, είναι πως με τα αυξανόμενα επιτόκια, αυξάνεται και το ρίσκο. Όταν, όμως, ξέσπασε στις ΗΠΑ το ζήτημα, πρώτα με την Silicon Valley Bank, αυτό που είδαμε πραγματικά προκάλεσε έκπληξη. Η τράπεζα είχε μια σειρά από ρίσκα, τα οποία ήταν οφθαλμοφανή και σοβαρά, και τα οποία σοβούσαν για περίπου 12 μήνες, χωρίς να τύχουν διαχείρισης. Όσον αφορά στη μετάδοση της κρίσης στην Ελβετία, μπορούμε να πούμε πως, εν μέσω ανησυχιών γενικότερα για τις τράπεζες, η Credit Suisse ήταν καταφανώς, εδώ και αρκετό καιρό, το «πιο αδύναμο μέλος της αγέλης» και δεν μπορούσε να αντέξει τους κραδασμούς, έστω κι αν αυτοί δεν έχουν άμεση συσχέτιση με τα δικά της προβλήματα.

Το ερώτημα από πέρσι δεν ήταν κατά πόσον η συγκεκριμένη τράπεζα έχει πρόβλημα, αλλά πότε θα αποτελέσει «πρώτη είδηση» ο συγκεκριμένος οίκος. Με βάση αυτή την εικόνα, δεν διαφαίνονται κίνδυνοι για τις κυπριακές τράπεζες. Προσωπικά δεν θα μπορούσα να διανοηθώ σε κυπριακή τράπεζα μετά το 2014 να υπάρχουν (κι αν υπάρχουν, να γίνουν ανεκτές από τους επόπτες) ανισορροπίες όπως εκείνες της SVB.

Η κύρια έγνοιά μας αυτή τη στιγμή αφορά στη δυνητική μείωση των χορηγήσεων, κάτι που θα επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη της οικονομίας. Ωστόσο, οι ίδιες οι τράπεζες δεν αποτελούν αντικείμενο ανησυχίας, ακόμα κι αν, όπως αναμένεται, καταγραφεί κάποια αύξηση στα ΜΕΔ. Αυτό που παρατηρούμε είναι πως οι βασικοί δείκτες των τραπεζών είναι αυτή τη στιγμή υγιείς, αλλά και η παρακολούθηση από τις εποπτικές αρχές είναι εξαιρετικά στενή και αυστηρή.

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις «επιτυγχάνουν» αυτό που επιχειρούσαν οι κεντρικές τράπεζες μέσα από την αύξηση των επιτοκίων και θα ασκήσουν πίεση στον πληθωρισμό. Έτσι, αναμένουμε επιβράδυνση των αυξήσεων στα επιτόκια αναφοράς.

Πάντως, παρακολουθούμε και τη φυσιολογικά αυξημένη ρευστότητα στο μετοχικό περιβάλλον του τραπεζικού συστήματος.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πιο φτηνά τα προϊόντα στο χωράφι αλλά παραμένουν ψηλά οι τιμές στο ράφι

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ