Την ώρα που η συζήτηση γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη εντείνεται, ολοένα και περισσότεροι αρχίζουν να μιλούν για «φούσκα μέσα στη συζήτηση περί φούσκας». Οι αναζητήσεις στο Google που συνδυάζουν την AI με τη λέξη bubble έχουν εκτοξευθεί, ενώ το κλίμα στις αγορές παραμένει εμφανώς ευφορικό.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Ruchir Sharma, πρόεδρος της Rockefeller International και συγγραφέας του βιβλίου What Went Wrong With Capitalism, πέρα από αυτούς τα soft data δεν υπάρχει ένας τυποποιημένος τρόπος μέτρησης μιας χρηματιστηριακής φούσκας.
Ο ίδιος προτείνει ένα δοκιμασμένο τεστ βασισμένο σε τέσσερις παράγοντες. Τα τέσσερα «Ο», όπως αναφέρει (σ.σ. στα αγγλικά). Αυτά είναι η υπερτίμηση (overvaluation), υπερσυγκέντρωση ιδιοκτησίας (over-ownership), υπερεπένδυση (over-investment) και υπερμόχλευση (over-leverage). Με βάση αυτούς τους δείκτες, η εικόνα της τεχνητής νοημοσύνης, όπως τονίζει, αρχίζει να θυμίζει έντονα ώριμη φούσκα.
Οι τιμές εκπέμπουν κόκκινο συναγερμό
Ο Sharma υπενθυμίζει ότι στις μεγάλες φούσκες του παρελθόντος, από τον χρυσό τη δεκαετία του 1970 έως το internet στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι τιμές, προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό, αυξήθηκαν έως και δεκαπλάσια μέσα σε 10 έως 15 χρόνια. Όπως σημειώνει, οι αμερικανικές τεχνολογικές μετοχές έχουν πλέον φτάσει αυτό ακριβώς το όριο.
Παράλληλα, μελέτες που εξετάζουν φούσκες του τελευταίου αιώνα δείχνουν ότι η πιθανότητα μιας απότομης διόρθωσης ξεπερνά το 50% όταν ο κλάδος που βρίσκεται στο επίκεντρο της «μανίας» υπεραποδίδει της αγοράς κατά περισσότερο από 100% μέσα σε δύο χρόνια. Οι μετοχές που σχετίζονται με την AI βρίσκονται, σύμφωνα με τον ίδιο, επικίνδυνα κοντά σε αυτό το σημείο καμπής.
Οι εκρηκτικές αυτές αυξήσεις έχουν οδηγήσει τις μακροπρόθεσμες αποτιμήσεις των αμερικανικών μετοχών κοντά στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η AI θα ενισχύσει την ανάπτυξη πολύ περισσότερο από προηγούμενες τεχνολογικές επαναστάσεις, ο Sharma προειδοποιεί ότι, αν η ιστορία αποτελεί οδηγό, οι αποτιμήσεις και οι τιμές εκπέμπουν ήδη έντονα σήματα φούσκας.
Μαζική είσοδος των μικροεπενδυτών
Ο δεύτερος δείκτης αφορά το πόσο χρήμα κατευθύνεται στο «καυτό» επενδυτικό αφήγημα. Όπως επισημαίνει ο Sharma, τα αμερικανικά νοικοκυριά κυνηγούν με μανία τις μετοχές, ιδίως στον τεχνολογικό κλάδο. Σήμερα κατέχουν ποσοστό-ρεκόρ 52% του πλούτου τους σε μετοχές, ξεπερνώντας ακόμη και το υψηλό του 2000, και πολύ πάνω από τα αντίστοιχα επίπεδα στην ΕΕ (30%), την Ιαπωνία (20%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (15%).
Συναφές φαινόμενο είναι και η υπερβολική συναλλακτική δραστηριότητα. Την τελευταία πενταετία, ο ημερήσιος αριθμός μετοχών που διακινούνται στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 60%, φτάνοντας τα 18 δισ. τεμάχια. Παράλληλα, το ποσοστό των ιδιωτών επενδυτών σε βραχυπρόθεσμα options ξεπέρασε το 50%.
Ο Sharma σημειώνει ότι πολλοί νέοι επενδυτές παρασύρονται σε αυτό που περιγράφεται ως «χρηματοοικονομικός μηδενισμός». Δηλαδή επιδίδονται στην κερδοσκοπία επειδή έχουν εγκαταλείψει την προοπτική αγοράς κατοικίας. Όταν η αγορά πέφτει, επιστρέφουν μαζικά την επόμενη ημέρα για αγορές, με σαφείς προτιμήσεις.
Δισεκατομμύρια με αβέβαιες αποδόσεις
Στο σκέλος της υπερεπένδυσης, ο Sharma τονίζει ότι οι τεχνολογικές επενδύσεις ξεπέρασαν πρόσφατα το 6% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, υπερβαίνοντας ακόμη και το ιστορικό ρεκόρ του 2000. Οι εταιρείες διοχετεύουν τεράστια κεφάλαια σε data centres και ενεργειακές υποδομές για την AI, με πρωταγωνιστές τους hyperscalers.
Μόνο οι Magnificent Seven έχουν υπερδιπλασιάσει τις δαπάνες για AI από το 2023, φτάνοντας τα 380 δισ. δολάρια φέτος, με προοπτική να ξεπεράσουν τα 660 δισ. δολάρια έως το 2030. Ωστόσο, οι αποδόσεις αυτών των επενδύσεων παραμένουν ασαφείς. Για κάθε έρευνα που δείχνει εκρηκτική ζήτηση για AI, υπάρχει μια άλλη που καταγράφει επιβράδυνση της υιοθέτησης, με λιγότερο από το 15% των αμερικανικών εταιρειών να δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν σήμερα τεχνητή νοημοσύνη.
Ο κίνδυνος μεταφέρεται στο κράτος
Αν και, προς το παρόν, τα αμερικανικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν εμφανίζονται υπερβολικά μοχλευμένες, ο Sharma επισημαίνει ότι οι Magnificent Seven δεν είναι πλέον οι «μηχανές ρευστότητας» του πρόσφατου παρελθόντος. Amazon, Meta και Microsoft έχουν περάσει σε καθαρή δανειακή θέση, ενώ μόνο Google και Nvidia συνεχίζουν να παράγουν σημαντικά πλεονάσματα.
Ο πραγματικός κίνδυνος, όπως υπογραμμίζει, μεταφέρεται πλέον στο δημόσιο ταμείο, μέσω των ιστορικά υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Εάν οι επενδυτές αρχίσουν να αμφισβητούν τη βιωσιμότητα των αμερικανικών δημόσιων οικονομικών, η άνοδος των μακροπρόθεσμων επιτοκίων θα μπορούσε να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε ολόκληρη την οικονομία.
Την ίδια στιγμή, η μόχλευση στις αγορές έχει λάβει νέες μορφές. Τα λεγόμενα leveraged ETFs, που δανείζονται κεφάλαια για να πολλαπλασιάσουν τις αποδόσεις, είναι πλέον εύκολα προσβάσιμα στους ιδιώτες επενδυτές και έχουν αυξήσει τα υπό διαχείριση κεφάλαιά τους επτά φορές την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας τα 140 δισ. δολάρια.
Μια φούσκα χωρίς σαφή ημερομηνία λήξης…
Συνοψίζοντας, ο Sharma εκτιμά ότι και οι τέσσερις δείκτες δείχνουν, σε διαφορετικό βαθμό, πως η τεχνητή νοημοσύνη έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας φούσκας που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η ιστορία δείχνει ότι δεν υπάρχει ακριβές σημείο στο οποίο μια φούσκα καταρρέει από το ίδιο της το βάρος.
Ο μοναδικός σταθερός καταλύτης για μια μεγάλη διόρθωση, από τις σιδηροδρομικές φούσκες του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, υπήρξε η άνοδος των επιτοκίων και η σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Έτσι, καταλήγει ότι, παρότι η φούσκα είναι ήδη ορατή, μπορεί να συνεχίσει να διογκώνεται έως ότου στερέψει η ρευστότητα που τη συντηρεί.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Γιατί η ΕΚΤ παγώνει τις αποφάσεις ενόψει νέων κινδύνων - Τι λένε αξιωματούχοι της Τράπεζας

