Του Γιώργου Μ. Ιωαννίδη*
Η Κύπρος βρίσκεται, για άλλη μια φορά, μπροστά σε ένα σταυροδρόμι αποφάσεων που θα διαμορφώσουν το οικονομικό της μέλλον. Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης είναι η προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση και, ειδικότερα, η αύξηση του εταιρικού φόρου από το 12,5% στο 15%. Ωστόσο, η χρονική συγκυρία αυτής της μεταρρύθμισης εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Γιατί να προχωρήσουμε σε τόσο σημαντικές αλλαγές ακριβώς τη στιγμή που το διεθνές οικονομικό τοπίο χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή αστάθεια;
Η απάντηση είναι απλή: δεν θα έπρεπε να προχωρούμε. Όχι τώρα
Η διεθνής οικονομία βρίσκεται σε καθεστώς διαρκούς έντασης. Από την εκλογή Τραμπ και τον εμπορικό πόλεμο, μέχρι τις πληθωριστικές πιέσεις, τον κίνδυνο για στασιμοπληθωρισμό και τις γεωπολιτικές εντάσεις, οι επιχειρήσεις καλούνται να ανταπεξέλθουν σε ένα περιβάλλον συνεχών ανατροπών. Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί περιγράφουν το διεθνές σκηνικό ως «πολλαπλών επιπέδων αβεβαιότητας», όπου η καταναλωτική εμπιστοσύνη μειώνεται και οι επενδύσεις επιβραδύνονται. Όταν οι επενδυτές δεν μπορούν να προβλέψουν το αύριο, το τελευταίο που χρειάζονται είναι νέα δεδομένα στο φορολογικό τους περιβάλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση της Κύπρου να επαναπροσδιορίσει τη φορολογική της πολιτική μπορεί να μοιάζει με στροφή 180 μοιρών εν μέσω τρικυμίας. Και η ιστορία μάς έχει δείξει ότι τέτοιες κινήσεις ενδέχεται να προκαλέσουν περισσότερη ζημιά απ’ ό,τι όφελος.
Η σταθερότητα ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Κύπρος είχε καταφέρει να ξεχωρίσει ακριβώς λόγω της φορολογικής της σταθερότητας και της ευρύτερης θεσμικής αξιοπιστίας της. Με ισχυρά δημοσιονομικά και μια ανακάμπτουσα τραπεζική αγορά, η χώρα είχε μετατραπεί σε πόλο έλξης για στρατηγικής σημασίας επενδύσεις. Δεν είναι τυχαίο που οι οίκοι αξιολόγησης συνέχισαν να αναβαθμίζουν την πιστοληπτική της ικανότητα.
Η σταθερότητα, όμως, δεν είναι δεδομένη. Χάνεται εύκολα. Και ο φόρος – όσο χαμηλός ή υψηλός κι αν είναι – παύει να έχει σημασία όταν το επενδυτικό περιβάλλον γίνεται απρόβλεπτο. Είναι ενδεικτικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τελευταία της Έκθεση Μεταπρογραμματικής Παρακολούθησης για την Κύπρο σημειώνει πως οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις οφείλονται κυρίως στο φιλικό φορολογικό καθεστώς της χώρας – αλλά μόνο εν μέρει καταλήγουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Άρα η απλή αύξηση του εταιρικού φόρου δεν λύνει το πρόβλημα της ποιότητας των επενδύσεων. Το αντίθετο: ίσως το οξύνει.
Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός
Η μεταρρύθμιση, λένε πολλοί, είναι αναγκαία. Αλλά ακόμα και οι καλύτερες προθέσεις μπορεί να οδηγήσουν σε λάθος αποτελέσματα αν αγνοηθεί η συγκυρία. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε παλαιότερη έκθεσή της για τη φορολογική αβεβαιότητα, τονίζει ότι η διαδικασία αλλαγής ενός φορολογικού πλαισίου μπορεί να αναστείλει επενδυτικές αποφάσεις και να πλήξει την ανταγωνιστικότητα.
Το Penn Wharton Budget Model (Απρίλιος 2025) προχωρά ένα βήμα παραπέρα: εκτιμά ότι οι δασμοί της πολιτικής Τραμπ μπορεί να μειώσουν το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 8% και τους μισθούς κατά 7% – απώλειες μεγαλύτερες ακόμη και από τα πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη μιας αύξησης του εταιρικού φόρου. Οι διεθνείς αλυσίδες αξίας επαναπροσδιορίζονται. Οι κεφαλαιακές ροές κινούνται πλέον πιο προσεκτικά. Δεν είναι τώρα η στιγμή για αλλαγές που μπορεί να κλονίσουν την ήδη εύθραυστη εμπιστοσύνη.
Η μεταρρύθμιση χρειάζεται στόχευση, όχι βιασύνη
Η φορολογική μεταρρύθμιση πρέπει να είναι στοχευμένη. Όχι επικοινωνιακή. Όχι πρόχειρη. Όχι συμβολική. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην πραγματική οικονομία: στη στήριξη επενδύσεων κοινωνικής σημασίας, στη φορολογική δικαιοσύνη και στην ενίσχυση της κοινωνικής υποδομής μέσω στοχευμένων κινήτρων.
Για πολλά ζητήματα, η ίδια η Ε.Ε. δίνει το πλαίσιο – π.χ., μειωμένος ΦΠΑ για σχολεία, νοσοκομεία και έργα κοινωνικής ωφέλειας. Η Κύπρος μπορεί και πρέπει να το αξιοποιήσει. Όπως μπορεί να υιοθετήσει πρακτικές που στηρίζουν την επιστροφή του ταλέντου – αντί να το αποθαρρύνει με επιβαρύνσεις που μειώνουν την ελκυστικότητα της χώρας ως τόπου εγκατάστασης. Τα πρόσφατα κίνητρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση για το λεγόμενο brain gain, είναι στοχευμένα και κίνηση προς την ορθή κατεύθυνση. Την ίδια ώρα όμως, αντίστοιχα κίνητρα θα πρέπει να δοθούν και προς τους εργοδότες ώστε κι αυτοί να επιδιώξουν να επαναπατρίσουν Κύπριους εργαζόμενους.
Η καλή πρόθεση δεν αρκεί
Η ανάγκη για μεταρρύθμιση είναι υπαρκτή. Όμως οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται στο κενό. Γίνονται στον κόσμο όπως είναι, όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Και σήμερα, ο κόσμος είναι απρόβλεπτος. Το να προχωρήσουμε τώρα σε αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς είναι σαν να επιχειρούμε αλλαγή ρότας εν μέσω καταιγίδας, χωρίς να έχουμε ξεκάθαρο προορισμό.
Η πολιτική βούληση είναι σημαντική. Αλλά ακόμα πιο σημαντική είναι η επίγνωση της συγκυρίας. Οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται σταθερό έδαφος για να καρποφορήσουν. Και το έδαφος αυτή τη στιγμή τρέμει.
Γι’ αυτό, η Κύπρος δεν πρέπει να βιαστεί. Πρέπει να περιμένει, να παρατηρεί, να σχεδιάσει πιο στοχευμένα. Γιατί η μακροχρόνια ανταγωνιστικότητα δεν χτίζεται με βιαστικές κινήσεις, αλλά με σταθερά, καλά μελετημένα βήματα.
*Ιδρυτή και CEO της GEMM Business Consultants Limited
Διαβάστε επίσης: Ποιες αλλαγές έρχονται στον κατώτατο μισθό – Τι «φωτογράφισε» ο ΥΠΕΡΓ