Προειδοποίηση ΔΝΤ: Αυξημένοι κίνδυνοι για τις τράπεζες από funds και stablecoins

Το νέο Financial Stability Report προειδοποιεί ότι η υπερέκθεση των τραπεζών στα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (NBFIs) και η ταχεία εξάπλωση των stablecoins απειλούν τη σταθερότητα, τη ρευστότητα αλλά και τη χάραξη νομισματικής πολιτικής παγκοσμίως - Πιο εκτεθειμένα τα ευρωπαϊκά ιδρύματα

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε την Τρίτη ότι οι τράπεζες ενδέχεται να δεχθούν «σημαντικό πλήγμα» στα κεφάλαιά τους, αν εμφανιστούν ρωγμές σε άλλες πλευρές του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως τα hedge funds και οι εναλλακτικοί διαχειριστές κεφαλαίων.

Στην εξαμηνιαία έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας Global Financial Stability Report, το Ταμείο στέκεται στην αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των παραδοσιακών τραπεζών με τα λεγόμενα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (NBFIs), μια ετερογενή ομάδα που περιλαμβάνει επίσης ασφαλιστικές εταιρείες και αντιπροσωπεύει πλέον περίπου το 50% των συνολικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως.

Όπως δε, προειδοποιεί το Ταμείο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι οι πιο εκτεθειμένες στο κίνδυνο αυτό!

Αυξανόμενη εξάρτηση τραπεζών από τα μη τραπεζικά ιδρύματα

Αν και τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (nonbanks) συμβάλλουν στη διευκόλυνση των κεφαλαιαγορών και στη διοχέτευση πιστώσεων προς τους δανειολήπτες, η ραγδαία επέκτασή τους αυξάνει την ανάληψη κινδύνων και την αλληλεξάρτηση μέσα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Συνολικά, τα μη τραπεζικά ιδρύματα κατέχουν πλέον περίπου το ήμισυ των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωζώνη, πολλές τράπεζες έχουν έκθεση σε μη τραπεζικά ιδρύματα που υπερβαίνει τα ίδια κεφάλαιά τους Tier 1, ένα κρίσιμο «μαξιλάρι» ασφάλειας που επιτρέπει στις τράπεζες να απορροφούν ζημίες και να παραμένουν σταθερές σε περιόδους κρίσης.

Παράλληλα, τα μη τραπεζικά ιδρύματα αντιπροσωπεύουν πλέον το ήμισυ του ημερήσιου τζίρου στην αγορά συναλλάγματος, ποσοστό υπερδιπλάσιο σε σχέση με πριν από 25 χρόνια, αναφέρει η έκθεση.

Η έκταση των διασυνδέσεων και των κινδύνων που απορρέουν από αυτές αποτυπώνεται στην ανάλυση του ΔΝΤ με βάση 471 τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν χορηγήσει τόσο μεγάλα ποσά σε άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ώστε ενδεχόμενες πιέσεις στα μη τραπεζικά ιδρύματα θα μπορούσαν να μειώσουν τους δείκτες κεφαλαίων υψηλής ποιότητας (CET1) κατά μέσο όρο 120 μονάδες βάσης. Για τις αμερικανικές τράπεζες, η πιθανή μείωση υπολογίζεται στις 65 μονάδες βάσης.

Τα τελευταία χρόνια, η ιδιωτική πίστωση και οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν διεισδύσει σε μεγάλα τμήματα της αγοράς δανείων, αντικαθιστώντας εν μέρει τις τράπεζες, ενώ και τα funds ιδιωτικών κεφαλαίων αναλαμβάνουν όλο και πιο ενεργό ρόλο στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων.

Οι τράπεζες, αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων από αυτές της παραδοσιακής τραπεζικής δραστηριότητας, έχουν διοχετεύσει τεράστια ποσά προς τον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως αναφέρει το ΔΝΤ.

Η ανάπτυξη αυτών των αγορών υπήρξε ραγδαία, με την έκθεση σε funds ιδιωτικών κεφαλαίων και και πιστωτικών funds να φθάνει σχεδόν τα 500 δισ. δολάρια στα τέλη Ιουνίου, σημειώνοντας αύξηση 59% μόνο μέσα σε έξι μήνες.

Ευάλωτο τραπεζικό σύστημα σε σενάρια πίεσης

Το σενάριο πίεσης που εξετάζει το ΔΝΤ υποθέτει ότι τα μη τραπεζικά ιδρύματα θα χρησιμοποιήσουν πλήρως τις πιστωτικές γραμμές και δεσμεύσεις που έχουν στη διάθεσή τους, ενώ οι συντελεστές κινδύνου για τα δάνειά τους θα αυξηθούν κατά 150%.

«Η αυξανόμενη έκθεση των τραπεζών στα NBFIs σημαίνει ότι αρνητικές εξελίξεις σε αυτά τα ιδρύματα — όπως υποβαθμίσεις ή πτώση αξιών εγγυήσεων — θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών», προειδοποίησε το ΔΝΤ, κάνοντας λόγο για ένα πιθανό αρνητικό ντόμινο.

Οι ερευνητές του ΔΝΤ σημείωσαν ότι το πιθανό πλήγμα στις ευρωπαϊκές τράπεζες θα είναι μεγαλύτερο, «αντικατοπτρίζοντας την υψηλότερη έκθεση σε NBFIs σε σχέση με τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού».

Η αυξημένη αυτή διασύνδεση σημαίνει ότι η υγεία των τραπεζών είναι πλέον στενά συνδεδεμένη με τη σταθερότητα ιδρυμάτων που μάλιστα θεωρούνται ταυτόχρονα και ανταγωνιστές τους.

Η ανάλυση του ΔΝΤ έδειξε ότι οι εκθέσεις σε μη τραπεζικά ιδρύματα υπερβαίνουν τα ίδια κεφάλαια Tier 1 — τα οποία επιτρέπουν σε μια τράπεζα να απορροφά ζημίες σε περιόδους κρίσης — σε τράπεζες που κατέχουν σχεδόν το 50% των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του δείγματος.

Αυτό σημαίνει ότι αν κάτι πάει στραβά για τα μη τραπεζικά ιδρύματα, τότε και ο παραδοσιακός τραπεζικός τομέας θα υποστεί σοβαρές συνέπειες.

Σύμφωνα με την έκθεση, «ο αντίκτυπος στους δείκτες φερεγγυότητας των τραπεζών θα μπορούσε να είναι σημαντικός». Οι δείκτες CET1 θα μπορούσαν να υποχωρήσουν πάνω από 100 μονάδες βάσης στο 10% των αμερικανικών τραπεζών και στο 30% των ευρωπαϊκών.

Η ρευστότητα των τραπεζών θα δεχόταν επίσης πίεση αν τα μη τραπεζικά ιδρύματα απορροφούσαν πλήρως τα κεφάλαια που οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί να τους χορηγήσουν. Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι 4% των αμερικανικών τραπεζών που εξετάστηκαν δεν διέθεταν επαρκή διαθέσιμα σε ρευστό για να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις, ενώ άλλες θα αντιμετώπιζαν σοβαρές πιέσεις ρευστότητας.

«Ο αντίκτυπος αυτών των εκροών συγκεντρώνεται κυρίως στις μικρότερες αμερικανικές τράπεζες και στις μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης, οι οποίες παρέχουν μεγάλα πιστωτικά όρια σε σχέση με το μέγεθός τους», αναφέρει το ΔΝΤ.

«Οι τράπεζες αυτές εμφανίζουν επίσης χαμηλότερους δείκτες ρευστότητας, υψηλότερο ποσοστό δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων στην ευρωζώνη και, στις ΗΠΑ, μεγαλύτερη εξάρτηση από μη βασικές καταθέσεις και χαμηλότερο αρχικό δείκτη CET1 σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους», προσθέτει η έκθεση.

Η απειλή των stablecoins

Η έκθεση του Financial Stability Board στάθηκε επίσης στην αναδυόμενη απειλή της αγοράς των stablecoins για το παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα,  αλλά και την αποτελεσματικότητα της νομισματική πολιτικής, καλώντας τις διεθνείς κυβερνήσεις και αρμόδιες εποπτικές αρχές να υιοθετήσουν αυστηρότερα μέτρα ελέγχου.

Τα stablecoins, τα οποία είναι συνήθως συνδεδεμένα με την αξία ενός νομίσματος όπως το δολάριο και καλύπτονται από ρευστά περιουσιακά στοιχεία όπως τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, αποτελούν το λιγότερο ασταθές τμήμα της αγοράς κρυπτονομισμάτων. Ωστόσο, η εκρηκτική τους ανάπτυξη και η όλο και στενότερη διασύνδεσή τους με το συμβατικό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχουν οδηγήσει σε διαδοχικές προειδοποιήσεις από ρυθμιστικές αρχές και εποπτικούς οργανισμούς.

«Επειδή τα stablecoins ενδέχεται να είναι εκτεθειμένα σε κίνδυνο μαζικής εκροής (run risk), οι αναγκαστικές πωλήσεις των αποθεματικών τους — όπως τραπεζικές καταθέσεις ή κρατικοί τίτλοι — θα μπορούσαν να μεταφερθούν στις αγορές καταθέσεων, κρατικών ομολόγων και repos», προειδοποιεί το ΔΝΤ. «Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τη μεταβλητότητα και να απαιτήσει παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών».

Πραγματικά, η έκθεση προειδοποιεί ότι τα stablecoins θα μπορούσαν να διαταράξουν και τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής, καθώς η ευρεία χρήση τους —ιδίως αν tokens συνδεδεμένα με το δολάριο γίνουν εναλλακτικό μέσο συναλλαγών— θα μπορούσε να περιορίσει τη δυνατότητα των κρατών να χρησιμοποιούν τα επιτόκια για τον έλεγχο του πληθωρισμού.

Επιπλέον, ενδέχεται να μεταβάλουν τη δομή των αγορών ομολόγων, δημιουργώντας προτίμηση για συγκεκριμένα είδη χρέους, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει την παραδοσιακή τραπεζική δανειοδότηση.

Οι αξιωματούχοι του Ταμείου πρόσθεσαν ότι, σε περίπτωση ευρείας υιοθέτησης των stablecoins, «οποιαδήποτε απώλεια της ισοτιμίας με το νόμισμα αναφοράς θα προκαλούσε άμεσες ζημίες και αυξημένη αβεβαιότητα για ένα μεγάλο σύνολο χρηστών».

Η προειδοποίηση των οικονομολόγων του Ταμείου έρχεται σε ένα διάστημα αυξανόμενου ενδιαφέροντος για την αγορά των stablecoins, η αξία της οποίας υπολογίζεται ότι έχει εκτιναχθεί στα 305 δισ. δολάρια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις την περασμένη Παρασκευή, μια ομάδα δέκα κορυφαίων διεθνών τραπεζών, μεταξύ των οποίων, η Bank of America, η Goldman Sachs, η Deutsche Bank και η Banco Santander, ανακοίνωσε ότι μελετά την από κοινού έκδοση stablecoin συνδεδεμένου με νομίσματα του G7.

Αντιστοίχως τον περασμένο μήνα εννέα μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες ανακοίνωσαν ότι ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη δημιουργία ενός νέου stablecoin σε ευρώ μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2026, μια συμμαχία στην οποία αποφάσισε προ ημερών να ενταχθεί και η Citigroup.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Μειώσεις στα καύσιμα, αλλά αναμονή για το πετρέλαιο θέρμανσης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ