Τα οικονομικά της αλιείας στην Κύπρο

Η ετήσια αξία του αλιεύματος δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ, ενώ της ιχθυοκαλλιέργειας ανέρχεται περίπου στα 40 εκατ. ευρώ

Της Χάρις Βωβού

Νησιωτικό κράτος η Κύπρος και ως νησιώτες δεν θα μπορούσαμε να μην κάνουμε ένα ρεπορτάζ για την αλιεία, την καλλιέργεια των ιχθύων και το επάγγελμα του ψαρά. Μπορεί ημερολογιακά να είμαστε στις πρώτες μέρες του φθινοπώρου, όμως στην Κύπρο είναι ακόμα καλοκαίρι. Τα παραλιακά θέρετρα συνεχίζουν να υποδέχονται τους παραθεριστές και οι ψαροταβέρνες βρίσκονται στη λίστα των περισσοτέρων. 

Τι γίνεται όμως στην ψαραγορά; Αγοράζει ο Κύπριος ψάρια; Υπάρχουν ψάρια στη θάλασσά μας; Ποια είναι η συνεισφορά των ψαριών στην κυπριακή οικονομία; Όπως προκύπτει από την έρευνα του Economy Today, η ετήσια αξία των ψαριών στην Κύπρο, η οποία αφορά στην πρώτη πώληση των ψαριών, κυμαίνεται στα 50 εκατ. ευρώ. Από αυτά τα 40 εκατ. ευρώ περίπου αφορούν στην ιχθυοκαλλιέργεια, δηλαδή όσα καλλιεργούνται και τα 10 εκατ. ευρώ στην αλιεία, δηλαδή όσα ψάρια αλιεύονται από τα νερά μας. 

Περίπου 1.500 τόνοι ψάρια αλιεύονται τον χρόνο

Όπως αναφέρει ο λειτουργός του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών Νικόλας Μιχαηλίδης, η συνεισφορά της ετήσιας επαγγελματικής αλιείας στην κυπριακή οικονομία είναι σχετικά χαμηλή. Ο κ. Μιχαηλίδης, μιλώντας στο Economy Today, εξηγεί ότι «η αξία του αλιεύματος δεν υπερβαίνει τα δέκα εκατ. ευρώ τον χρόνο. Παρόλα αυτά, ο αλιευτικός τομέας στην Κύπρο θεωρείται σημαντικός, κυρίως γιατί προσφέρει οικονομικά και κοινωνικά οφέλη σε παράκτιες περιοχές, δημιουργεί θέσεις εργασίας και προσφέρει υγιεινά προϊόντα στους καταναλωτές».

Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη, η παραγωγή της συλλεκτικής αλιείας στην Κύπρο κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1.000 και 1.500 τόνων ετησίως. «Αυτές οι ποσότητες περιλαμβάνουν ένα μεγάλο εύρος οργανισμών, περιλαμβανομένων ψαριών, κεφαλόποδων και καρκινοειδών. Τα πιο σημαντικά αλιεύματα σε βάρος είναι το τονάκι (Thunnus alalunga) το οποίο στοχεύει ο πελαγικός στόλος και αποτελεί συνήθως άνω του ενός τρίτου της ολικής παραγωγής, καθώς και παράκτια είδη που στοχεύει κυρίως ο παράκτιος στόλος και οι τράτες, όπως είναι η γόπα (Boops boops), η μαρίδα και η μένουλα (Spicara sp.), οι κουρκούνες (Siganus sp.), ο σκάρος (Sparisoma cretense), τα διάφορα είδη μπαρμπουνιών (γένη Mullus, Upeneus, Parupeneus) και άλλα». 

Σημειώνει, μάλιστα, ότι η ολική παραγωγή παραμένει σχετικά σταθερή από χρόνο σε χρόνο, παρουσιάζοντας μικρές μόνο διακυμάνσεις. «Παρόλα αυτά η σύνθεση του αλιεύματος κυμαίνεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς έχει να κάνει με τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τον κύκλο ζωής τού κάθε είδους τα οποία επηρεάζουν την αφθονία και την αλιευσιμότητα του κάθε είδους, αλλά και με τις προτιμήσεις του στόλου και της αγοράς τη δεδομένη χρονική στιγμή. Σε γενικές γραμμές πάντως η ολική παραγωγή της αλιείας στην Κύπρο είναι πολύ χαμηλή σε σχέση με την παραγωγή σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ακόμα και της Μεσογείου και αυτό οφείλεται κυρίως στην πολύ χαμηλή παραγωγικότητα του θαλάσσιου οικοσυστήματος της περιοχής που δεν μπορεί να στηρίξει μεγάλες βιομάζες αλιευμάτων. Δηλαδή η χαμηλή αλιευτική παραγωγή οφείλεται στην πολύ χαμηλή παραγωγικότητα (ολιγοτροφισμό) του θαλάσσιου οικοσυστήματος». 

Ο επαγγελματικός στόλος παγκύπρια

Αναφορικά με τον επαγγελματικό στόλο των ψαράδων της Κύπρου, αυτός κυμαίνεται σε 372 σκάφη, χωρίς να περιλαμβάνονται τα υπόλοιπα σκάφη ψαράδων που είτε ψαρεύουν λόγω ημιαπασχόλησης είτε από χόμπι. Ειδικότερα, όπως εξηγεί ο κ. Μιχαηλίδης, ο παράκτιος επαγγελματικός στόλος της Κύπρου (άδειες αλιείας κατηγορίας Α και Β) αποτελείται από περίπου 330 ψαρόβαρκες, σκάφη ολικού μήκους μέχρι 12 μέτρα. «Στα σκάφη αυτά απασχολείται ισάριθμος αριθμός αδειούχων επαγγελματιών αλιέων, αλλά και περίπου άλλοι τόσοι βοηθοί αλιείς. Πέραν του στόλου αυτού, στα νερά μας δραστηριοποιούνται περίπου 40 πολυδύναμα σκάφη ολικού μήκους πέραν των 12 μέτρων (συμπεριλαμβανομένων δύο τρατών και δύο καϊκιών), στα οποία απασχολούνται ισάριθμοι χειριστές/καπετάνιοι, καθώς και περί τους 130 αλιείς/πλήρωμα. Υπάρχουν τέλος και δυο σκάφη πέραν των 18 μέτρων που δραστηριοποιούνται ως τράτες βυθού με ισάριθμους χειριστές και περίπου 10 άτομα πλήρωμα/αλιείς».

Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη, οι επαγγελματίες αλιείς δραστηριοποιούνται σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και υπάρχουν αλιευτικά καταφύγια σε όλες τις περιοχές της χώρας, ενώ συμπληρώνει ότι οι ακριβείς τοποθεσίες αλιείας έχουν περισσότερο να κάνουν με τα είδη που στοχεύει το κάθε σκάφος, τις εποχές, τις καιρικές συνθήκες κ.λπ. Ερωτηθείς για τις τιμές πώλησης των ψαριών φέτος σε σύγκριση με πέρυσι, απαντά ότι «κυμαίνονται περίπου στα ίδια επίπεδα».  

Ανέβηκαν οι τιμές σε τσιπούρα και λαβράκι 

Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει στο Economy Today, ο επί 47 χρόνια ιχθυοπώλης στη Λευκωσία, Ανδρέας Λουράς, «οι τιμές στην τσιπούρα και στο λαβράκι εκτοξεύθηκαν και πωλούνται με λιγότερη ποσότητα από τα πέντε στα επτά ευρώ και από τα έξι στα οκτώ ευρώ, αντίστοιχα». Όπως εξηγεί, ενδεικτικά η τιμή για τη γόπα και τη μαρίδα ανέρχεται στα δέκα ευρώ το κιλό, για τον σκάρο από 12 έως 24 ευρώ το κιλό και για τα μπαρμπουνάκια από 20 έως 32 ευρώ το κιλό. «Η σκορπίνα είναι το καλύτερο ψάρι αυτή την εποχή, με την τιμή της να κυμαίνεται από 12 έως 16 ευρώ το κιλό, ανάλογα του μεγέθους». 

Αναφορικά με τις τιμές των ψαριών, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών, οι τιμές των φρέσκων ψαριών, τον Ιούλιο του 2022 σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2022, μειώθηκαν κατά 11,23% και των κατεψυγμένων θαλασσινών κατά 7,31%.

Κληθείς να απαντήσει για το αν υπάρχουν ψάρια, αναφέρει  ότι υπάρχουν εποχιακά ψάρια όπως είναι η γόπα, ο σκάρος, η μαρίδα, η τσιπούρα, ενώ παράλληλα υπάρχουν οι γαρίδες και τα λαβράκια ιχθυοκαλλιέργειας. Ωστόσο, όπως εξηγεί δεν υπάρχουν ικανοποιητικές ποσότητες ψαριών για όλο τον πληθυσμό, αφού σε μια ψαριά μπορεί να ψαρέψουν είτε τέσσερα κιλά μπαρμπούνι την ημέρα, είτε 50 κιλά γόπα την ημέρα.

Σύμφωνα με τον κ. Λουρά, η δουλειά είναι περισσότερη, καθώς ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις ψαροταβέρνες και στράφηκε προς τις ψαραγορές, με τη Λευκωσία να έχει την πρωτιά στις πωλήσεις ψαριών. Την ώρα λοιπόν που η πρωτεύουσα διαθέτει την πιο εμπορική ψαραγορά, «η Πάφος έχει περισσότερο ψάρι, πιο ποιοτικό και πιο γλυκό από τις υπόλοιπες κυπριακές περιοχές όπως το Ζύγι, τη Λάρνακα και τη Λεμεσό, καθώς είναι βραχώδης περιοχή», διευκρινίζει. 

Τα περισσότερα ψάρια εισάγονται από την Ελλάδα

Αν και σε γενικές γραμμές οι τιμές πώλησης των ψαριών παρέμειναν σταθερές, σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές, παρόλα αυτά, τα δύο είδη ψαριών, τα οποία έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση και κατά συνέπεια αύξηση των τιμών τους είναι εισαγόμενα. «Από τα νησιά της Ελλάδας έρχονται αυθημερόν οι τσιπούρες, τα λαβράκια, οι γαύροι και η σαρδέλα», συμπληρώνει ο έμπειρος ιχθυοπώλης. 

Σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, οι χώρες από τις οποίες εισάγουμε ψάρια είναι η Αργεντινή, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Χιλή, η Κίνα, η Γερμανία, η Δανία, η Ισπανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γκάμπια, η Ελλάδα, η Ινδονησία, η Ιρλανδία, το Ισραήλ, η Ινδία, η Ιταλία, η Κένυα, η Σρι Λάνκα, η Λιθουανία, το Μαρόκο, η Μιανμάρ, η Μαυριτανία, οι Μαλδίβες, η Νιγηρία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Νέα Ζηλανδία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σουηδία, η Σιγκαπούρη, η Σενεγάλη, η Ταϊλάνδη, η Τανζανία, η Νότια Αφρική, το Μπαγκλαντές, το Εκουαδόρ, η Εσθονία και το Βιετνάμ.  

Ειδικότερα, οι περισσότερες ποσότητες που εισάγουμε είναι μαλάκια, δηλαδή χταπόδια 477.000 κιλών, αξίας τεσσάρων εκατ. ευρώ, από Ισπανία, Γαλλία, Ελλάδα, Ινδονησία, Ινδία, Μαρόκο, Μαυριτανία, Ολλανδία και Σενεγάλη, καθώς και καλαμάρια 347.000 κιλών, από Βέλγιο, Κίνα, Ισπανία, Ελλάδα, Ινδονησία, Ινδία, Ιταλία, Ολλανδία, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ. Η τρίτη κατηγορία με τις περισσότερες εισαγωγές είναι οι γαρίδες, καθώς εισάγουμε 364.000 κιλά, αξίας 3 εκατ. ευρώ και ακολουθεί ο σολομός αξίας δύο εκατ. ευρώ και ποσότητας 146.000 κιλών, από τα οποία τα 126.000 κιλά, αξίας 1.280 εκατ. ευρώ εισάγονται από την Ελλάδα. Επίσης, εισάγουμε σημαντική ποσότητα οστράκων, όπως χτένια και μύδια από την Κίνα και την Ινδία, καθώς και σουπιές από τις ίδιες χώρες. 

Διελεύσεις ψαριών από τα κατεχόμενα

Η ψαραγορά μας εμπλουτίζεται και από τη διέλευση ψαριών, η οποία επιτρέπεται μέσω της πράσινης γραμμής από τα κατεχόμενα, σύμφωνα με Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2007/330/ΕΚ). Αναλυτικότερα, όπως μας πληροφορεί η κτηνίατρος των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών Πόπη Κυριακίδου, περίπου δέκα τόνοι ψάρια διέρχονται κάθε μήνα από τα κατεχόμενα προς την ελεύθερη Κύπρο. «Είναι ολόφρεσκα, δεν παρουσιάζουν κανένα πρόβλημα», τονίζει. «Τα περισσότερα από αυτά είναι κυρίως γόπα, κουρκούνα, μπαρμπούνι, σουπιά, στρίλια, ενώ σε λιγότερες ποσότητες διέρχονται ορισμένα άλλα, όπως μαρίδα και καλαμάρι». 

Όπως εξηγεί, τα νωπά ψάρια πρέπει να εκφορτώνονται άμεσα από τα τουρκοκυπριακά αλιευτικά σκάφη εντός 24 ωρών. «Οι κτηνίατροι των Υπηρεσιών ελέγχουν καθημερινά τα νωπά ψάρια, τα οποία διέρχονται κάθε μεσημέρι από την πράσινη γραμμή. Ελέγχουν τα έγγραφα που τα συνοδεύουν, καθώς και κάποια συσκευασμένα φορτία. Δειγματοληπτικός έλεγχος γίνεται μόνο σε περίπτωση υποψίας», απαντά. «Πάνω στα έγγραφα φαίνεται το όνομα του παραλήπτη, δηλαδή αν προορίζονται για λιανική πώληση (ιχθυοπωλεία), για εστιατόρια ή απευθείας στους καταναλωτές (πλανόδιους ιχθυοπώλες)».

Σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη, η εκτίμηση της μέσης τιμής των 120 τόνων ψαριών που διέρχονται στην ελεύθερη Κύπρο κατά προσέγγιση είναι 12-13 ευρώ το κιλό, δηλαδή η αξία τους είναι γύρω στο 1,5 εκατ. ευρώ τον χρόνο.

Μόνο ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας εξάγονται 

Μπορεί οι ποσότητες των ψαριών στα κυπριακά ύδατα να μην είναι ικανοποιητικές για να ταΐσουν τον συνολικό πληθυσμό της και να αναγκάζεται να εισάγει από άλλες χώρες, ωστόσο η Κύπρος καταφέρνει να πουλά μόνο τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας και στο εξωτερικό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, η κύρια χώρα εξαγωγής ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας από την Κύπρο, είναι το Ισραήλ, το οποίο εισάγει από τη χώρα μας λαβράκι και τσιπούρες. Ειδικότερα, κατά προσέγγιση, το σύνολο των εγχώριων εξαγωγών από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 2022 για τις τσιπούρες ανήλθε περίπου στα 1,2 εκατ. κιλά, αξίας 6,2 εκατ. ευρώ, ενώ για τα λαβράκια ανήλθε περίπου στις 449.000 κιλά, αξίας 3,2 εκατ. ευρώ.

Οι δυσκολίες των ψαράδων 

Από την πλευρά του, ο υπεύθυνος πωλήσεων της ψαραγοράς «Το Λατσί», Κώστας Κοντάκης, μιλώντας στο Economy Today, επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν ικανοποιητικές ποσότητες ψαριών για να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας, επισημαίνοντας ότι μια ψαριά την ημέρα μπορεί να φθάσει από πέντε κιλά έως 50 κιλά. Ερωτηθείς για τις δυσκολίες του επαγγέλματος, επισημαίνει δύο διαχρονικά προβλήματα των ψαράδων. «Ο καιρός και συγκεκριμένα τα υψηλά μποφόρ λειτουργούν ως ανασταλτικός παράγοντας, καθώς επίσης και η έλλειψη προσωπικού, όπου η επάνδρωση γίνεται κυρίως με Αιγύπτιους ψαράδες και είναι μια αρκετά χρονοβόρα διαδικασία». Όπως σημειώνει, στα δίχτυα πιάνονται κυρίως μικρά ψάρια, όπως είναι η μαρίδα, η γόπα, το μπαρμπούνι, η κουτσομούρα και το λυθρίνι, ενώ έλλειψη καταγράφεται στα χταπόδια, λόγω των λαγοκέφαλων που έρχονται από το Σουέζ και τα τρώνε. Συνεχίζοντας με τα μαλάκια, «μεγαλύτερη ποσότητα στα καλαμάρια έχει από τον Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο». 

Επίσης, ένα άλλο πιο πρόσφατο πρόβλημα για τους ψαράδες είναι η ρίψη σιδήρων στη θαλάσσια περιοχή της Λεμεσού, από εργοληπτικές εταιρείες τα τελευταία χρόνια, με τα σίδερα να σκίζουν τα δίχτυα. Επιπρόσθετη δυσκολία αποτελεί ο λιμενισμός των κρουαζιερόπλοιων, όπου οι άγκυρές τους καθώς μετακινούνται δημιουργούν μεγάλους λάκκους στον βυθό, με αποτέλεσμα να διώχνουν τα ψάρια από τα σημεία αυτά και να παρατηρείται έλλειψη σε συγκεκριμένες κατηγορίες, τονίζοντας ότι «έχουν μειωθεί τα μεγάλα ψάρια, όπως είναι οι ροφοί, οι συναγρίδες και τα φαγκρί». 

Υπάρχουν βέβαια και πιο σπάνιοι μεζέδες για τους λάτρεις του καλού θαλασσινού φαγητού. Ένας από αυτούς είναι και ο αχινός, τον οποίο δύσκολα συναντάμε στις ψαροταβέρνες. «Ο αχινός είναι μια ευαίσθητη κατηγορία της άνοιξης και του καλοκαιριού, δύσκολος στο καθάρισμα, πολύ ακριβός και πωλείται σε βαζάκια 40 με 50 ευρώ το κιλό. Τα συνολικά κιλά πώλησης στην Κύπρο ανέρχονται σε 15 με 20 κιλά τον χρόνο, κατά παραγγελία», απαντά ο κ. Κοντάκης.    

Λιγοστεύουν τα ψάρια και οι ψαράδες 

Τα παραπάνω τέσσερα προβλήματα δεν είναι τα μοναδικά που ευθύνονται για την έλλειψη ψαριών στα κυπριακά ύδατα. Ο πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Επαγγελματιών Ψαράδων, Χρίστος Χριστοδούλου, τονίζει στο Economy, ότι τα ψάρια έχουν λιγοστέψει λόγω της υπεραλιείας, της κλιματικής αλλαγής και των άλλων ψαριών όπως των λαγοκέφαλων και των λεοντόψαρων, που τρώνε τα μικρότερα ψάρια, όπως είναι οι γόπες. «Εδώ και λίγα χρόνια τα ψάρια χάθηκαν από την Κύπρο και χρόνο με το χρόνο το ψάρι λιγοστεύει». Ωστόσο, παρά την έλλειψη ο κόσμος συνεχίζει την αγορά ψαριών. «Τρώνε ψάρια, όπως τσιπούρες, λαβράκι, εισαγόμενα ψάρια, κυρίως από τα νησιά της Ελλάδας, καθώς και από άλλες χώρες όπως η Ολλανδία». Ενδεικτικά, όπως συμβουλεύει, αυτή την εποχή τα φρέσκα ψάρια είναι ο σκάρος, η γόπα, το μπαρμπούνι και η κουρκούνα. 

Σύμφωνα με τον κ. Χριστοδούλου, ο επαγγελματίας ψαράς αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. «Η θάλασσα είναι μια δύσκολη δουλειά. Το χειρότερο είναι να ξυπνήσεις από τη μία το πρωί για να πας στη δουλειά και να γυρίσεις πίσω το μεσημέρι της άλλης μέρας χωρίς μεροκάματο. Δεν υπάρχουν ποσότητες ψαριών για να πουλήσουμε. Η ψαριά δεν βγάζει ούτε τα έξοδα για το πετρέλαιο, που πλέον είναι πολύ ακριβό. Η μόνη πιθανότητα του ψαρά για να επιβιώσει είναι το λεοντόψαρο, το οποίο είναι εύγευστο, καθώς και το μπαρμπούνι που δεν το έμαθε ακόμα ο κόσμος», συμπληρώνει.  

Κληθείς να σχολιάσει για το αν οι νέοι επιλέγουν το επάγγελμα του ψαρά, απαντά «πολύ λίγα παιδιά», καθώς κάνει μια βαθιά ενδοσκόπηση στο γιατί συνεχίζει το επαγγελματικό ψάρεμα. «Η ζωή μου είναι η θάλασσα, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, 40 χρόνια σχεδόν ψαράς», καταλήγει ο κ. Χριστοδούλου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Νέα βαπτίσια για πλοίο κυπριακής σημαίας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ