Απολαμβάνοντας τα οφέλη της πιο χαλαρής εποπτείας και την επακόλουθη «επιτυχία« τους στα ρυθμιστικά stress test της Federal Reserve, τα οποία επέβαλαν ευκολότερους όρους από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, οι τραπεζικοί κολοσσοί Wall Street αποφάσισαν να μοιράσουν χρήματα στους μετόχους και να προχωρήσουν σε buybacks μετοχών.
Οι JPMorgan, Goldman Sachs, Bank of America, Morgan Stanley και άλλες τράπεζες δήλωσαν ότι θα αυξήσουν τις τριμηνιαίες πληρωμές μερισμάτων προς τους μετόχους. Οι JPMorgan και Morgan Stanley δήλωσαν επίσης ότι θα αγοράσουν πίσω μετοχές τους αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ειδικότερα, η Goldman δήλωσε ότι θα αυξήσει το μέρισμά της κατά 33%. Η JPMorgan δήλωσε ότι θα αυξήσει το τριμηνιαίο μέρισμα κοινών μετοχών κατά 7% το επόμενο τρίμηνο.
Η Bank of America αποφάσισε να αυξήσει το τριμηνιαίο μέρισμα των κοινών μετοχών κατά 8% ξεκινώντας από το ίδιο τρίμηνο. Η Citi και η BNY δήλωσαν επίσης ότι θα αυξήσουν τα μερίσματά τους κατά 7 και 13% αντίστοιχα.
Παράλληλα, η JPMorgan δήλωσε ότι θα εγκρίνει την αγορά ιδίων μετοχών αξίας έως και 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η Morgan Stanley ανακοίνωσε πρόγραμμα επαναγοράς αξίας έως και 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι υψηλότερες πληρωμές αντανακλούν αυτό που οι αναλυτές και οι επενδυτές θεωρούν ως ένα λιγότερο επαχθές ρυθμιστικό περιβάλλον για τις τράπεζες μετά από περισσότερο από μια δεκαετία αυστηρών περιορισμών μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Οι τιμές των τραπεζικών μετοχών δεν άλλαξαν σημαντικά μετά τις ανακοινώσεις της Τρίτης, ωστόσο τις τελευταίες ημέρες έχουν καταγράψει κέρδη, με τους επενδυτές να αφομοιώνουν τα νέα για τις ελαφρύτερες απαιτήσεις των stress tests και να επιβεβαιώνουν εν μέρει τη γνωστή χρηματιστηριακή ρήση (που έχουμε ξεχάσει τελευταία) «αγόρασε στη φήμη και πούλα στην είδηση».
Υπενθυμίζεται ότι την περασμένη εβδομάδα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ επιβεβαίωσε ότι 22 τράπεζες, από κολοσσούς όπως η JPMorgan και η Goldman Sachs έως μικρότερους παίκτες, όπως οι PNC και BNY, πέρασαν με επιτυχία τις ετήσιες δοκιμές, τα οποία αξιολογούν την ανθεκτικότητά τους σε πιθανές οικονομικές και κρίσεις της αγοράς.
Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα για να υπολογίσουν το ελάχιστο επίπεδο κεφαλαίου που χρειάζονται σε σχέση με τα προσαρμοσμένα στον κίνδυνο περιουσιακά τους στοιχεία, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να επηρεάσει το ποσό του πλεονάζοντος κεφαλαίου που επιστρέφουν στους μετόχους. Το κεφάλαιο χρησιμοποιείται από τις τράπεζες για την απορρόφηση ζημιών.
Η χαλάρωση των stress tests
Τα φετινά stress tests ήταν τα πρώτα από τότε που η Fed χαλάρωσε το σενάριό της με μια λιγότερο σοβαρή θεωρητική ύφεση από ό,τι χρησιμοποίησε το προηγούμενο έτος. Και μπορεί οι νέες «δοκιμασίες» να σχεδιάστηκαν πριν πριν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, ωστόσο είναι σύμφωνες με την πιο χαλαρή τραπεζική ρύθμιση που έχει υποστηρίξει η κυβέρνησή του.
Οι αναλυτές της Morgan Stanley υπογράμμισαν ότι τα αποτελέσματα της Fed είναι «ακόμα καλύτερα από τα αναμενόμενα», επισημαίνοντας ιδιαίτερα κάποιες αλλαγές στη μεθοδολογία, οι οποίες οδήγησαν σε χαμηλότερες υποθετικές ζημίες, συμπεριλαμβανομένων αλλαγών στον τρόπο με τον οποίο η ρυθμιστική αρχή μετρά την έκθεση σε ιδιωτικά κεφάλαια.
«Μια Νέα Εποχή για τη Ρύθμιση των Τραπεζών είναι εδώ», έγραψαν οι αναλυτές της Morgan Stanley σε σημείωμά τους νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Η Fed δήλωσε ότι οι φετινές δοκιμές θα μειώσουν τον συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας πρώτης βαθμίδας των τραπεζών, τον κύριο δείκτη προστασίας τους από ζημίες, κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες – πολύ κάτω από την πτώση των 2,8 ποσοστιαίων μονάδων στα περσινά tests.
Η κεντρική τράπεζα αναμένεται να διευκρινίσει τις επόμενες εβδομάδες εάν θα αρχίσει να χρησιμοποιεί τον μέσο όρο των αποτελεσμάτων των stress tests των τελευταίων δύο ετών για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών, μια κίνηση που η αντιπρόεδρος εποπτείας Μισέλ Μπόουμαν δήλωσε ότι θα βοηθήσει στον μετριασμό της μεταβλητότητας των αποτελεσμάτων.
Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για χαλάρωση της τραπεζικής ρύθμισης, η Fed και δύο άλλες εποπτικές αρχές ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα σχέδια για μείωση του ενισχυμένου δείκτη συμπληρωματικής μόχλευσης, ο οποίος καθορίζει το ύψος του κεφαλαίου που πρέπει να έχουν τα μεγαλύτερα ιδρύματα έναντι του συνολικού ενεργητικού τους.
Κατά μέσο όρο, το stress test της Fed διαπίστωσε ότι οι τράπεζες διατήρησαν κατά μέσο όρο 11,6% του κεφαλαίου κοινών μετοχών Tier 1, πολύ πάνω από το ελάχιστο 4,5% που απαιτείται από τις ρυθμιστικές αρχές. Οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας διατήρησαν διψήφιους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στο πλαίσιο του test.
Νέα αναθεώρηση
Η Fed πάντως βρίσκεται στη διαδικασία αναθεώρησης του τρόπου διεξαγωγής των τεστ. Η ρυθμιστική αρχή υποστήριξε τον Απρίλιο ότι τα αποτελέσματα θα πρέπει να υπολογίζονται κατά μέσο όρο σε διάστημα δύο ετών, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μικρότερη μεταβλητότητα στα αποτελέσματα.
«Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει εκφράσει την πρόθεσή της να θεσπίσει μια πιο διαφανή και δίκαιη προσέγγιση σε αυτές τις δοκιμές, καθώς επιδιώκει να διατηρήσει την ασφάλεια και την ευρωστία του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος», σχολίασε ο διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs, Ντέιβιντ Σόλομον.
Αλλά και ο επικεφαλής της JPM, Τζέιμι Ντίμον δήλωσε ότι τα νέα μοντέλα stress testing θα μπορούσαν να προσφέρουν μεγαλύτερη διαφάνεια.
Αυτό το έργο σύνταξης κανόνων βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, αλλά η κεντρική τράπεζα δήλωσε την Παρασκευή ότι εάν υπολογιζόταν ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων του 2025 και του 2024, οι τράπεζες θα χρειάζονταν να διαθέσουν περισσότερα κεφάλαια για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Μεγάλη κυβερνοεπίθεση στην Qantas – «Θύματα» 6 εκατ. πελάτες