Η ευρωπαϊκή βιομηχανία των $14 δισ. που ξέφυγε από τα «ραντάρ» του Τραμπ (γράφημα)

Ένα διαχρονικό οικοσύστημα καινοτομίας, στη σκιά των δασμών, συνεχίζει αθόρυβα να κυριαρχεί παγκοσμίως - Με έδρα μικρές πόλεις της Δανίας και ρίζες που φτάνουν ως τον 19ο αιώνα

Λίγο βορειοδυτικά της Κοπεγχάγης, μια συστάδα από μικρές πόλεις περιτριγυρισμένες από δάση και λίμνες φιλοξενεί τρεις από τις μεγαλύτερες εταιρείες ακουστικών βαρηκοΐας στον κόσμο. Η εξαιρετικά υψηλή συγκέντρωση αγοράς στην περιοχή αυτή, η οποία έχει χαρίσει στη Δανία το προσωνύμιο «Silicon Valley της ακοής», φαίνεται ότι θα παραμείνει ισχυρή – ειδικά καθώς τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα για χρόνιες αναπηρίες αποτελούν μία από τις σπάνιες κατηγορίες που έχουν γλιτώσει από το κύμα δασμών της εποχής Τραμπ.

Ένα οικοσύστημα που έχει διαμορφωθεί εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα έχει εξασφαλίσει στις δανέζικες εταιρείες Demant A/S, GN Store Nord A/S και WS Audiology A/S – μαζί με την ελβετική Sonova Holding AG – ένα είδος ημι-μονοπωλίου στην παγκόσμια αγορά ακουστικών βαρηκοΐας. Ο τομέας αυτός, μικρός αλλά εξαιρετικά κερδοφόρος, κατάφερε να εξαιρεθεί από τους δασμούς κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ και φαίνεται ότι θα συνεχίσει να προστατεύεται, ακόμη και μετά τον τελευταίο γύρο επιβολής επιπρόσθετων δασμών τον προηγούμενο μήνα.

«Αυτή τη στιγμή, εξαιρούμαι από δασμούς και σχεδιάζουμε με την υπόθεση ότι αυτό θα συνεχιστεί», δήλωσε ο Πίτερ Καρλστρόμερ, διευθύνων σύμβουλος της GN Store Nord, σε τηλεδιάσκεψη με επενδυτές την 1η Μαΐου.

Σύμφωνα με αναλυτές της Morgan Stanley, οι πέντε κορυφαίοι κατασκευαστές ακουστικών ελέγχουν περίπου το 99% της παγκόσμιας αγοράς, η οποία εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 14 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2025, από περίπου 12 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023. Από τους πέντε, μόνο ένας – η ιδιωτική Starkey – έχει έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εξαίρεση του κλάδου από τους δασμούς διασφαλίζει ότι η κυριαρχία της Ευρώπης – και ιδιαίτερα του δανέζικου cluster – στη συγκεκριμένη εξειδικευμένη βιομηχανία θα παραμείνει ανεπηρέαστη.

 «Η τεχνογνωσία, η δυνατότητα μαζικής παραγωγής και η κατοχή κρίσιμης λιανικής παρουσίας διασφαλίζουν την κυριαρχία της Ευρώπης στον κλάδο των ακουστικών για το προσεχές μέλλον», σχολίασε ο Γκράχαμ Ντόιλ, αναλυτής της UBS Group AG.

Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε 10% δασμούς στις εισαγωγές από την Ε.Ε., ενώ έδωσε τρίμηνη αναβολή στην εφαρμογή ενός επιπλέον γύρου δασμών 20%. Ταυτόχρονα, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι σχεδιάζει δασμούς ειδικά για τον φαρμακευτικό και ιατρικό τομέα στο μέλλον. Ωστόσο, τα ιατρικά βοηθήματα για χρόνια αναπηρίες περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο 98 του Ομοσπονδιακού Δασμολογίου των ΗΠΑ, που επιτρέπει την εισαγωγή τους χωρίς επιβαρύνσεις.

«Αυτό βασίζεται στο λεγόμενο Πρωτόκολλο της Ναϊρόμπι, που θεσπίστηκε για τις συσκευές που χρειάζονται άνθρωποι με μακροχρόνιες αναπηρίες», εξήγησε ο CEO της Sonova, Αρντ Καλντόβσκι, σε συνέντευξη Τύπου στις 9 Μαΐου. «Αισθανόμαστε αρκετά ασφαλείς ότι η σημερινή εξαίρεση από τους δασμούς θα διατηρηθεί».

Περίπου ένας στους τρεις ενήλικες ηλικίας 65–74 αντιμετωπίζει προβλήματα ακοής, με τον κίνδυνο σοβαρής απώλειας να αυξάνεται όσο μεγαλώνει η ηλικία. Αν και ο Τραμπ – που είναι πλέον 78 ετών – πιθανότατα δεν χρησιμοποιεί ακουστικό, ανήκει στην ηλικιακή ομάδα που θα επηρεαζόταν άμεσα από τυχόν αυξήσεις τιμών λόγω επιβολής δασμών.

Τα περισσότερα ακουστικά των ευρωπαϊκών εταιρειών παράγονται εκτός ΗΠΑ, κυρίως σε Πολωνία, Δανία, Μεξικό, Κίνα και Μαλαισία. Κατά την πρώτη προεδρική θητεία Τραμπ, οι δασμοί του 2018 για κινεζικά προϊόντα δεν περιλάμβαναν ακουστικά, απινιδωτές ή τεχνητά δόντια.

Ωστόσο, σύμφωνα με το Bloomberg, η κατάσταση παραμένει ρευστή. «Οι δασμοί στις ΗΠΑ είναι σήμερα εξαιρετικά ασταθείς και απρόβλεπτοι. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε σημαντικές αλλαγές ακόμη και για προϊόντα που μέχρι τώρα ήταν εκτός δασμολογικών φραγμών», προειδοποίησε ο Μαρκ Σρίμπλινγκ νομικός συνεργάτης στον τομέα του ανταγωνισμού και εμπορίου στη δικηγορική εταιρεία Osborne Clarke.

Προς το παρόν, οι αναλυτές ποντάρουν στη διατήρηση του μηδενικού δασμού, δεδομένων των επιπτώσεων στην τελική τιμή για τους καταναλωτές. Ένα ακουστικό κορυφαίας τεχνολογίας στις ΗΠΑ μπορεί να κοστίζει από 6.000 έως 8.000 δολάρια το ζευγάρι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Bernstein, περιλαμβάνοντας και τις υπηρεσίες ρύθμισης.

«Οι δασμοί θα μετακυλίονταν απλώς στον τελικό καταναλωτή και θα περιόριζαν την πρόσβαση στην φροντίδα», σημειώνει ο Ζυλιέν Ουαντούρ, αναλυτής της Bank of America Corp. Αν και ο Αμερικανός μηχανικός Miller Reese Hutchison εφηύρε το πρώτο ηλεκτρικό ακουστικό το 1898, η δανέζικη κυριαρχία στον τομέα έχει ρίζες ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Ο Χανς Ντάιαμοντ, Δανός επιχειρηματίας, θέλοντας να βοηθήσει τη βαρήκοη σύζυγό του, αγόρασε μια συσκευή όταν έμαθε ότι η Βασίλισσα Αλεξάνδρα της Αγγλίας – επίσης δανικής καταγωγής – φορούσε μία στην τελετή στέψης της το 1902. Αργότερα απέσπασε σύμβαση από την αμερικανική General Acoustic Co. και πούλησε την πρώτη συσκευή του στην Οντένσε το 1904.

Μετά τον θάνατό του, ο γιος του Γουίλιαμ ανέλαβε την επιχείρηση, επεκτείνοντάς την και εγκαθιστώντας γραμμές παραγωγής στη Δανία. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της αδυναμίας εισαγωγών από ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία, αποφάσισε να κατασκευάζει εξαρτήματα τοπικά. Έτσι γεννήθηκε το πρώτο δανέζικο ακουστικό με άδεια – το Acousticus, αντιγραφή του αρχικού.

Παρόμοιες εταιρείες άρχισαν να ιδρύονται κοντά στην έδρα της Demant, ενισχυμένες από τη νομοθεσία της Δανίας για παροχή δωρεάν ακουστικών, σύμφωνα με την Karen Wibling Solgård, υπεύθυνη αγορών για τη Demant.

Σταδιακά αναπτύχθηκε ένα πλήρες οικοσύστημα. Οι τρεις γίγαντες του κλάδου βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 25 χιλιομέτρων μεταξύ τους, προσελκύοντας μηχανικούς ήχου από το κοντινό Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας και δημιουργώντας ένα δίκτυο εξειδικευμένων επαγγελματιών.

Η μικρή εγχώρια αγορά των 6 εκατομμυρίων κατοίκων ανάγκασε τις δανέζικες εταιρείες να στραφούν άμεσα στο εξωτερικό, εξασφαλίζοντας παγκόσμιο εκτόπισμα. Οι ευρωπαϊκές χώρες με καθολική κάλυψη υγείας, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, βοήθησαν στην ανάπτυξη του κλάδου. Στις ΗΠΑ, η αγορά παραμένει βασική: η Sonova αντλεί το 30% των εσόδων της από εκεί, ενώ η Demant το 41% του τζίρου της για το 2024.

Τα σύγχρονα ακουστικά είναι σύνθετες συσκευές: πρέπει να είναι μικρά, διακριτικά και τεχνολογικά προηγμένα, να συλλέγουν ήχους, να τους επεξεργάζονται, να ενισχύουν ό,τι χρειάζεται και να μειώνουν τους εξωτερικούς θορύβους. Η πολυπλοκότητα αυτή αποτελεί φραγμό εισόδου για νέους παίκτες. Παρά τις προσπάθειες εταιρειών από Κίνα και Ιαπωνία, η ευρωπαϊκή κυριαρχία παραμένει αλώβητη.

«Είναι δύσκολο να κατασκευάσεις καλά ακουστικά – και ακόμη πιο δύσκολο να το κάνεις μαζικά και με οικονομικό τρόπο», εξηγεί ο Ντόιλ της UBS. «Δεν βλέπω κάποιον να προσπαθεί να μπει αποκλειστικά ως νέος παίκτης στην αγορά ακουστικών».

Μόνη εξαίρεση; Η αγορά ήπιας έως μέτριας απώλειας ακοής. Εκεί δραστηριοποιείται η EssilorLuxottica SA, με τη σειρά γυαλιών Nuance Audio που περιέχουν τεχνολογία ενίσχυσης ήχου, ενώ και η Apple Inc. έχει πάρει έγκριση από τον FDA για λειτουργία ακουστικού στις AirPods Pro.

Ωστόσο, η ποιότητα των ευρωπαϊκών ακουστικών διασφαλίζει – για την ώρα – την ηγεμονία τους. Σε κλινικές όπως το West Valley Hearing Center στη Νότια Καλιφόρνια, οι ασθενείς συχνά ζητούν μοντέλα όπως το Sphere Infinio της Sonova ή το Oticon Intent της Demant, χωρίς απαραίτητα να γνωρίζουν μάρκα ή χώρα προέλευσης.

Πηγή: newmoney.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ