Παρά το γεγονός ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, φαίνεται να υποβαθμίζει τις πιθανότητες μείωσης των επιτοκίων, η Oxford Economics εξακολουθεί να αναμένει μια μείωση τον Σεπτέμβριο, υποστηριζόμενη από τις επικαιροποιημένες προβλέψεις της.
«Πιστεύουμε ότι οι δύο επόμενες μετρήσεις του πληθωρισμού είναι πιθανό να υπολείπονται των προβλέψεων», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος για τη Γερμανία, Όλιβερ Ρακάου.
«Η ενίσχυση του ευρώ θα επηρεάσει επίσης τις εξαγωγές και τον πληθωρισμό αργότερα φέτος. Ο δασμός 15% των ΗΠΑ στις εξαγωγές της ΕΕ φαίνεται να είναι το νέο κατώτατο όριο, σηματοδοτώντας κινδύνους για τις προβλέψεις ανάπτυξης της ΕΚΤ, ακόμη και αν η αβεβαιότητα υποχωρήσει μετά από μια πιθανή εμπορική συμφωνία», συμπλήρωσε.
Υπάρχει πιθανότητα το συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίσει να διατηρήσει τα επιτόκια αμετάβλητα στην επόμενη συνεδρίαση. Η αβεβαιότητα ενδέχεται να μην έχει μειωθεί ή η υποεκτίμηση του πληθωρισμού να μην είναι αρκετά μεγάλη ή διαρκής ώστε να πείσει την πλειοψηφία του συμβουλίου να αναλάβει δράση. «Ωστόσο, πιστεύουμε ότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την κεντρική τράπεζα και θα την οδηγούσε στο να μείνει πίσω από τις εξελίξεις, καθώς οι οικονομικές επιπτώσεις των υψηλότερων δασμών θα γίνουν αισθητές το β’ εξάμηνο του έτους και το 2026», προσέθεσε ο ίδιος.
Αναλυτικότερα, με το βλέμμα στραμμένο στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο, διατηρούν την πρόβλεψή τους για μείωση των επιτοκίων. Πιστεύουν ότι τα στοιχεία και το εμπορικό περιβάλλον θα το επιβεβαιώσουν.
Πρώτον, εκτιμούν ότι οι εκθέσεις για τον πληθωρισμό του Ιουλίου και του Αυγούστου θα δείξουν ότι ο πληθωρισμός θα είναι υπό τον στόχο και τις προβλέψεις της ΕΚΤ. Επομένως, οι επικαιροποιημένες προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό που θα ανακοινωθούν στην επόμενη συνεδρίαση θα έχουν χαμηλότερο σημείο εκκίνησης.
Δεύτερον, το ευρώ κυμαίνεται στα 1,17 δολάρια ΗΠΑ, σε σύγκριση με τις υποθέσεις της ΕΚΤ για 1,13 δολάρια ΗΠΑ, γεγονός που θα οδηγήσει σε πρόσθετες αποπληθωριστικές πιέσεις. Αυτό έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τις τιμές των εισαγωγών.
Τρίτον, η βασική πρόβλεψη της ΕΚΤ υποθέτει δασμούς 10% από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι πρόσφατες ειδήσεις υποδηλώνουν ότι το 15% είναι το κατώτατο όριο. Επομένως, ακόμη και αν η αβεβαιότητα μειωθεί με την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των προοπτικών για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, οι οποίες αντιμετωπίζουν το διπλό πλήγμα των υψηλότερων δασμών και της ισχυρότερης συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Βεβαίως, η ΕΚΤ ενδέχεται να είναι απρόθυμη να μετατοπίσει την πολιτική της σε μια ελαφρώς διευκολυντική στάση, καθώς ανησυχεί για υπερβολική αντίδραση σε μια προσωρινή υποβάθμιση του πληθωρισμού, ακριβώς τη στιγμή που η δημοσιονομική πολιτική πρόκειται να στραφεί προς την τόνωση της οικονομίας.
Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Ίζαμπελ Σνάμπελ, πιθανώς αντικατοπτρίζει καλύτερα αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει «υψηλό εμπόδιο» για μια νέα μείωση των επιτοκίων. Ωστόσο, οι αναλυτές της Oxford Economics ανησυχούν ότι μια πολιτική προσέγγιση που είναι υπερβολικά «απαθής» ενέχει τον κίνδυνο να αφήσει την ΕΚΤ πίσω από τις εξελίξεις, εάν οι πιο απαισιόδοξες προβλέψεις τους για την ανάπτυξη επιβεβαιωθούν.
Υποψιάζονται, τέλος, ότι μερικές εκθέσεις για τον πληθωρισμό που θα υποδεικνύουν ποσοστό υπό το στόχο θα οδηγήσουν την πλειοψηφία του συμβουλίου να λάβει μέτρα για να αποτρέψει μια πιο παρατεταμένη υποβάθμισή του.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: Κλιμακώνεται η ένταση: Η Ινδία απορρίπτει τις απειλές Τραμπ για νέους δασμούς