Συνεδριάζει σήμερα στη Φρανκφούρτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με φόντο την επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο του 2% και την προσωρινή σταθεροποίηση της ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Ωστόσο, οι αβεβαιότητες που σκιάζουν το οικονομικό περιβάλλον, από τους νέους δασμούς των ΗΠΑ έως την πολιτική κρίση στη Γαλλία, αναγκάζουν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο για νέες κινήσεις χαλάρωσης στη νομισματική πολιτική.
Από τον περασμένο Ιούνιο, όταν μείωσε το βασικό επιτόκιο καταθέσεων στο 2%, η ΕΚΤ έχει επιλέξει να «παγώσει» τις πρόσθετες παρεμβάσεις, εκτιμώντας ότι η ευρωζώνη βρίσκεται σε «καλή θέση». Το μήνυμα που αναμένεται να στείλει η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου είναι ότι η κεντρική τράπεζα παραμένει προσεκτική, χωρίς να αποκλείει μία τελευταία μείωση επιτοκίων στις αρχές του 2026, εφόσον οι πληθωριστικές πιέσεις αποδειχθούν ασθενέστερες του αναμενόμενου.
ΕΚΤ και Fed «βίοι αντίθετοι»
Οι επενδυτές έχουν ήδη προεξοφλήσει τη σημερινή απόφαση. Σύμφωνα με τα στοιχεία στην αγορά παραγώγων, η πιθανότητα για μία ακόμη μείωση κατά 25 μονάδες βάσης μέσα στους επόμενους μήνες ανέρχεται στο 50-60%. Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι ο κύκλος νομισματικής χαλάρωσης έχει ολοκληρωθεί και πως η ΕΚΤ θα κινηθεί στο εξής με μικρά και προσεκτικά «βήματα».
Την ίδια ώρα, η αμερικανική Federal Reserve ετοιμάζεται να προχωρήσει σε έως και έξι μειώσεις επιτοκίων μέχρι το τέλος του 2026, γεγονός που δημιουργεί ένα σκηνικό απόκλισης ανάμεσα στις δύο κεντρικές τράπεζες. Αυτή η απόκλιση ενισχύει το ευρώ έναντι του δολαρίου, ασκώντας καθοδική πίεση στις τιμές στην Ευρώπη.
Η μεγάλη συζήτηση εντός του ΔΣ της ΕΚΤ αφορά τις προοπτικές της οικονομίας. Τα «γεράκια» τονίζουν ότι η ευρωζώνη έχει αποδειχθεί πιο ανθεκτική από το αναμενόμενο. Στέκονται στην ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής, τη στήριξη από την ιδιωτική κατανάλωση και το ισχυρό πρόγραμμα δαπανών της γερμανικής κυβέρνησης.
Αντίθετα, τα «περιστέρια» προειδοποιούν ότι οι δασμοί 15% που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ στις ευρωπαϊκές εξαγωγές δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί πλήρως στην οικονομία. Σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανάπτυξη, υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση μπορεί να υποχωρήσει, οδηγώντας σε πτώση των τιμών και σε κίνδυνο αποπληθωρισμού.
Ο παράγων «πληθωρισμός» και ο ρόλος το ευρώ
Η εικόνα του πληθωρισμού είναι καθοριστική. Τον Αύγουστο ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (HICP) διαμορφώθηκε στο 2,1%, ελαφρώς υψηλότερα από τον στόχο. Η προσωρινή αυτή άνοδος έδωσε «ανάσα» στην ΕΚΤ, αλλά οι νέες προβλέψεις δείχνουν ότι το 2026 ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρήσει κάτω από το 2%, εντείνοντας τα σενάρια για μια «ασφαλιστική» μείωση επιτοκίων.
Οι αναλυτές της HSBC τονίζουν ότι «ο κίνδυνος μιας πιο επίμονης υποαπόδοσης του πληθωρισμού, που ίσως φανεί στις προβλέψεις του Δεκεμβρίου, δημιουργεί μία ήπια επιφυλακτική στάση».
Η συζήτηση γύρω από την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής έχει άμεσο αντίκτυπο στις αγορές. Το ευρώ κινείται στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη Ιουλίου, καθώς οι επενδυτές ποντάρουν στη διαφοροποίηση πολιτικής με τη Fed. Ο δείκτης EUR/USD (ευρώ/δολάριο) παραμένει κοντά στο 1,17, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι μπορεί να δοκιμάσει τα επίπεδα του 1,183 ή και το ψυχολογικό όριο του 1,19 σε περίπτωση που η Λαγκάρντ εμφανιστεί πιο «hawkish».
Αντίθετα, μια πιο συγκρατημένη στάση ή τυχόν αρνητικές αναθεωρήσεις στις προβλέψεις για την ανάπτυξη θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πτώση του ευρώ προς τα χαμηλά του Αυγούστου (1,157).
Πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία – Προσεκτική ρητορική από τη Λαγκάρντ
Πέρα από τα οικονομικά δεδομένα, η Λαγκάρντ θα κληθεί να διαχειριστεί και την πολιτική θύελλα στη Γαλλία. Η κατάρρευση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού, μετά την απόρριψη του προϋπολογισμού με περικοπές 44 δισ. ευρώ, έχει αναδείξει το πρόβλημα του γαλλικού χρέους, που ξεπερνά τα 3,35 τρισ. ευρώ.
Η αγορά αντέδρασε με αύξηση της απόδοσης των γαλλικών ομολόγων, με το spread έναντι των γερμανικών να αγγίζει το υψηλότερο επίπεδο εντός του 2025. Αν και η κατάσταση θυμίζει «σταδιακή υποχώρηση» παρά απότομη κρίση, οι φόβοι για δημοσιονομική αστάθεια παραμένουν.
Στόχος της Λαγκάρντ είναι να καθησυχάσει τις αγορές χωρίς να αφήσει την εντύπωση ότι η ΕΚΤ προτίθεται να «διασώσει» τη Γαλλία. Το εργαλείο TPI (Transmission Protection Instrument) που δημιουργήθηκε το 2022 δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα απεριόριστων αγορών ομολόγων, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίησή του.
Όλα δείχνουν ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ θα επιχειρήσει να κρατήσει χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών. Αναλυτές της TD Securities προβλέπουν ότι η Λαγκάρντ θα μιλήσει για «οικονομική ανθεκτικότητα και μείωση της αβεβαιότητας στο εμπόριο», αποφεύγοντας σαφείς δεσμεύσεις.
Η εμπειρία της πανδημίας, όταν μια απρόσεκτη δήλωση περί spreads προκάλεσε αναταραχή στις αγορές, λειτουργεί ως προειδοποιητική βολή. «Δεν θα κάνει ξανά το ίδιο λάθος», σχολιάζουν αναλυτές της Rabobank.
Η στάση των αγορών και το στοίχημα για την επόμενη μέρα
Στο μεταξύ, τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια κινούνται σε ήπια ανοδικό έδαφος εν αναμονή των σημερινών ανακοινώσεων. Ο δείκτης Stoxx 600 ενισχύεται οριακά, με τους επενδυτές να τηρούν στάση αναμονής.
Η προσοχή στρέφεται και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου σήμερα ανακοινώνονται τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για άνοδο 2,9% στον γενικό δείκτη και σταθερότητα 3,1% στον δομικό, εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις της Fed και κατ’ επέκταση τις ισοτιμίες και τις αγορές.
Η σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ δεν αναμένεται να επιφυλάξει εκπλήξεις στα επιτόκια, αλλά αποτελεί κρίσιμο σταθμό για το πώς η τράπεζα θα τοποθετηθεί απέναντι στους κινδύνους. Από τον πληθωρισμό που μπορεί να κινηθεί χαμηλότερα, έως την πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία και τις επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών.
Με τις αγορές να παραμένουν «άγρυπνες» και το ευρώ να κινείται σε υψηλά επίπεδα, η Λαγκάρντ καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας και στο να μην αποκλείσει πλήρως το ενδεχόμενο περαιτέρω χαλάρωσης. Το αποτέλεσμα θα καθορίσει όχι μόνο την πορεία του ενιαίου νομίσματος, αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στην ευρωζώνη τους επόμενους μήνες.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: Γιατί ξαφνικά όλοι μιλούν για την Oracle - Θυμίζει το 1999;