Η απόφαση του Εμανουέλ Μακρόν να διατηρήσει σχεδόν αμετάβλητο το υπουργικό συμβούλιο προκάλεσε άμεση αντίδραση από την αντιπολίτευση αλλά και από τους ίδιους του τους υποστηρικτές, αποδυναμώνοντας τις πιθανότητες του πρωθυπουργού Σεμπαστιέν Λεκορνί να επιβιώσει από την κρίσιμη εβδομάδα ψήφων εμπιστοσύνης στη Βουλή.
Οι περισσότεροι ανώτεροι υπουργοί της κυβέρνησης του αποπεμφθέντος Φρανσουά Μπαϊρού επανήλθαν στις θέσεις τους, σηματοδοτώντας τη συνέχιση της κεντρώας πολιτικής γραμμής του Μακρόν. Ο πρόεδρος δεν επαναδιόρισε τον Ερίκ Λομπάρ στο Υπουργείο Οικονομικών, ωστόσο ο διάδοχός του Ρολάν Λεσκίρ, πρώην υπουργός Βιομηχανίας και στενός σύμμαχος του Μακρόν, θεωρείται άνθρωπος της ίδιας σχολής σκέψης.
Ο Λεκορνί θα παρουσιάσει τις πολιτικές προτεραιότητες της κυβέρνησής του με ομιλία στην Εθνοσυνέλευση την Τρίτη, μετά την οποία ενδέχεται να δεχθεί προτάσεις μομφής από την αντιπολίτευση.
Η Μαρίν Λεπέν χαρακτήρισε την επιλογή του Μακρόν «παθητική» και «απόγνωση για συνέχεια», ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που μπορεί να καθορίσει την ισορροπία στη Βουλή, προειδοποίησε ότι θα στηρίξει πρόταση μομφής εάν δεν υπάρξει ξεκάθαρη στροφή πολιτικής.
Ακόμη και ο Μπρουνό Ρεταγιό, επαναδιορισμένος υπουργός Εσωτερικών και αρχηγός των Ρεπουμπλικάνων, κατήγγειλε τη «μη ανανέωση» του κυβερνητικού σχήματος, δηλώνοντας ότι «δεν αντικατοπτρίζει καμία ρήξη με το παρελθόν».
Ο Λεκορνί, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αντιμετωπίζει το ίδιο ανυπέρβλητο πρόβλημα που βύθισε τους προκατόχους του: την ψήφιση προϋπολογισμού με περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων για τη μείωση του μεγαλύτερου ελλείμματος της Ευρωζώνης.
Ο Μπαϊρού παραιτήθηκε τον περασμένο μήνα ύστερα από αποτυχία ψήφου εμπιστοσύνης λόγω του σχεδίου του για έντονη μείωση του ελλείμματος, ενώ ο προκάτοχός του Μισέλ Μπαρνιέ είχε απομακρυνθεί για παρόμοιους λόγους.
Το ατυχές στοίχημα με τις εκλογές και οι κατρακύλα
Οι πολιτικές και δημοσιονομικές αναταράξεις που ακολούθησαν το ατυχές στοίχημα του Μακρόν με τις πρόωρες εκλογές πέρυσι έχουν πλήξει τις γαλλικές αγορές, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας σε σχέση με τη Γερμανία. Το ευρώ υποχώρησε 0,2% στα 1,1718 δολάρια μετά την ανακοίνωση του προέδρου, καθώς ενισχύθηκε η ζήτηση για το δολάριο.
Το premium των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών έχει αυξηθεί στις 81 μονάδες βάσης, από 65 τον Αύγουστο. «Οι αγορές μπορεί να μην αντιδράσουν άμεσα, αλλά δεν θα μείνουν ήρεμες για πολύ», προειδοποίησε ο Κρίστοφερ Ντεμπίκ της Pictet Asset Management στο Παρίσι.
Πέρα από τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζει και επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, καθώς επιχειρήσεις και νοικοκυριά περιορίζουν τις δαπάνες τους εν μέσω αβεβαιότητας.
Η κυβέρνηση Μπαϊρού είχε εγκρίνει με καθυστέρηση τον προϋπολογισμό του 2025 τον Φεβρουάριο, προσφέροντας παραχωρήσεις στους Σοσιαλιστές για να αποφύγει πρόταση μομφής. Πλέον όμως οι ίδιοι ζητούν επαναφορά του φόρου πλούτου, αναθεώρηση του ρυθμού μείωσης του ελλείμματος και κατάργηση του νόμου Μακρόν του 2023 για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.
Οι Σοσιαλιστές δηλώνουν τώρα ότι οι υποσχέσεις Λεκορνί είναι ανεπαρκείς και προαναγγέλλουν στήριξη στην πρόταση μομφής. «Χωρίς αλλαγή πολιτικής, θα υπάρξει καταψήφιση», είπε ο εκπρόσωπος του κόμματος Πιερ Ζουβέ.
Οι γνωστές φυσιογνωμίες
Η νέα κυβέρνηση του Μακρόν περιλαμβάνει γνωστά πρόσωπα: ο Ρεταγιό παραμένει στο Εσωτερικών, ο Ζεράλ Νταρμανέν στη Δικαιοσύνη, η πρώην πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν στην Παιδεία, ενώ η Αμελί ντε Μονσαλέν διατηρεί το χαρτοφυλάκιο του Προϋπολογισμού.
Η μοναδική έκπληξη είναι η επιστροφή του Μπρούνο Λε Μερ, πρώην υπουργού Οικονομικών, στο Υπουργείο Άμυνας, αν και θεωρείται ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μακρόν.
Ο Λεκορνί δεσμεύτηκε να μην κάνει χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος για να περάσει τον προϋπολογισμό χωρίς ψηφοφορία, κάτι που θα μπορούσε να του κοστίσει πολιτικά αν αποτύχει να συγκεντρώσει πλειοψηφία.
Αν επιβιώσει από τις ψήφους εμπιστοσύνης, ο νέος υπουργός Οικονομικών Ρολάν Λεσκίρ, πρώην τραπεζίτης και στενός φίλος του Μακρόν, θα ηγηθεί των διαπραγματεύσεων για τον προϋπολογισμό του 2026, σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου η κεντροαριστερά ζητά βαθύτερες μεταρρυθμίσεις και η Ακροδεξιά απαιτεί ρήξη με το παρελθόν.
Πηγή: newmoney.gr