Πώς η Κίνα έκανε τη σόγια όπλο στον εμπορικό πόλεμο με τον Τραμπ

Αναίμακτο το κινεζικό εμπάργκο στην αμερικανική σόγια με φόντο τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αφού τα αποθέματα της Κίνας είναι ιδιαίτερα υψηλά και οι εναλλακτικές πηγές όλο και διευρύνονται

Η περίοδος συγκομιδής του Σεπτεμβρίου είναι παραδοσιακά η στιγμή που η Κίνα, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σόγιας στον κόσμο, κατακλύζει τις αγορές των ΗΠΑ με παραγγελίες από τις φάρμες του Ιλινόις, της Αϊόβα, της Μινεσότα και της Ιντιάνα. Η εικόνα όμως τον φετινό Σεπτέμβριο είναι παντελώς διαφορετική, αφού το Πεκίνο, σε αντίποινα για τους νέους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, μηδένισε τις εισαγωγές σόγιας από τις ΗΠΑ αξίας 12,6 δισ. δολαρίων.

Να σημειωθεί κάπου εδώ, ότι η Κίνα έως πρόσφατα απορροφούσε το 50% των αμερικανικών εξαγωγών, αλλά για πρώτη φορά από το 2018, δεν εισήγαγε ούτε έναν κόκκο αμερικανικής σόγιας τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διοίκησης Τελωνείων της Κίνας.

Ο Τραμπ, με νέα ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, χαρακτήρισε την κινεζική απόφαση «οικονομικά εχθρική πράξη» και απείλησε να διακόψει τις αγορές μαγειρικού λαδιού από την Κίνα ως αντίποινα. Το Πεκίνο, όμως, αγνόησε τις απειλές και δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι το κινεζικό «εμπάργκο» στις αγορές θα συνεχιστεί έως το τέλος του έτους.

«Αναίμακτο» για την Κίνα το εμπάργκο στην αμερικανική σόγια

Για το Πεκίνο, η διακοπή των εισαγωγών σόγιας από τις ΗΠΑ είναι ένας εύκολος και σχετικά ανώδυνος τρόπος να αυξήσει την πίεση στον Ντόναλντ Τραμπ ενόψει της επικείμενης συνάντησής του με τον Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα. Μιλώντας σε δημοσιογράφους μέσα στο Air Force One την Κυριακή, ο Τραμπ εξέφρασε την επιθυμία του να «επιστρέψει η Κίνα στα προηγούμενα επίπεδα αγορών» και δήλωσε «αισιόδοξος» για μια συμφωνία γύρω από τη σόγια.

Ωστόσο, υπάρχει ένα παράδοξo: ενώ οι Αμερικανοί αγρότες πιέζουν τον Τραμπ να ανοίξει ξανά δίαυλο με την κινεζική αγορά, στην Κίνα δεν υπάρχει αντίστοιχη πίεση προς την κυβέρνηση να επιτρέψει εκ νέου τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ και αυτό αποτελεί ένα ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για την Κίνα.

Η Κίνα καταναλώνει περισσότερη σόγια από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, αλλά παράγει λιγότερο από το 20% των αναγκών της — αρκετό μόνο για την παραγωγή τόφου και σόγιας για τρόφιμα. Το υπόλοιπο προέρχεται από εισαγωγές, οι οποίες ξεπερνούν το άθροισμα όλων των άλλων χωρών. Οι εισαγόμενοι σπόροι σόγιας χρησιμοποιούνται κυρίως για ζωοτροφές — ταΐζουν χοίρους, πουλερικά και βοοειδή, καθώς η κατανάλωση κρέατος αυξάνεται στα μεσαία στρώματα της Κίνας. Παρά τις προσπάθειες ανάπτυξης εναλλακτικών, η σόγια εξακολουθεί να αποτελεί το 13% της συνολικής ζωοτροφής.

Το υπόλοιπο ποσοστό των εισαγωγών μετατρέπεται σε μαγειρικό λάδι, λόγω της ουδέτερης γεύσης και της αντοχής του στη θερμότητα, ιδανικής για το κινέζικο τηγάνισμα. Οι κινέζοι παραγωγοί προτιμούν αμερικανική ή βραζιλιάνικη σόγια, καθώς η εγχώρια είναι ακριβότερη.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στην WSJ ο Φιλ Λακ από το Center for Strategic and International Studies (CSIS) στην Ουάσιγκτον, «για τους Αμερικανούς αγρότες, είναι σχεδόν αδύνατο να αντικαταστήσουν τη ζήτηση της Κίνας. «Είναι μια τεράστια αγορά».

Πώς υποκαθιστά την αμερικανική σόγια το Πεκίνο

Μετά τον πρώτο εμπορικό πόλεμο του 2018–2020, όταν η Κίνα δεσμεύτηκε να αγοράσει 200 δισ. δολάρια αμερικανικών προϊόντων -χωρίς ποτέ να φτάσει τον στόχο-, το Πεκίνο επιτάχυνε τις επενδύσεις στην αυτάρκεια και άνοιξε τον δρόμο για νέα προγράμματα γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών. Παράλληλα, στοχεύει να μειώσει τη συμμετοχή της σόγιας στις ζωοτροφές από 18% το 2017 σε 10% έως το 2030. Ωστόσο, με περιορισμένη αγροτική γη και αυξανόμενη ζήτηση, η Κίνα απέχει ακόμη πολύ από το να καλύπτει το 50% των αναγκών της με εγχώρια παραγωγή.

Με τους δασμούς να εξαλείφουν το αμερικανικό πλεονέκτημα τιμής, το Πεκίνο στρέφεται σε εναλλακτικούς προμηθευτές — την Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Ρωσία, και κυρίως τη Βραζιλία, τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σόγιας στον κόσμο.

Παραδοσιακά, η Κίνα εναλλάσσει τις αγορές της ανά εποχή: αγοράζει από τη Βραζιλία μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου και στη συνέχεια από τις ΗΠΑ για το υπόλοιπο του έτους. Φέτος, όμως, παρέμεινε πιστή πελάτης της Βραζιλίας, εισάγοντας 4,7 δισ. δολάρια σε σόγια τον Αύγουστο και μόλις 100 εκατ. δολάρια από τις ΗΠΑ.

Τον Σεπτέμβριο, το Πεκίνο αγόρασε 7,2 εκατ. τόνους βραζιλιάνικης σόγιας, δηλαδή το 93% των συνολικών εισαγωγών του μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Anec, της Ένωσης Εξαγωγέων Δημητριακών της Βραζιλίας.

Ταυτόχρονα, οι κινεζικές κρατικές εταιρείες έχουν πλέον επενδυτική παρουσία στα βασικά λιμάνια της Βραζιλίας — Paranaguá, Açu και Santos — ενώ η COFCO, ο μεγαλύτερος κινεζικός εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων, διαχειρίζεται αποκλειστικά τον νέο τερματικό σταθμό στο λιμάνι του Santos, που εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο και θα αυξήσει τη δυναμικότητα κατά 15 εκατ. τόνους ετησίως έως το 2026. Η Κίνα και η Βραζιλία προωθούν επίσης σιδηροδρομική σύνδεση Βραζιλίας–Περού, ώστε να μειωθούν θεαματικά οι χρόνοι αποστολής προς την Ασία.

Iσχυρά τα κινεζικά αποθέματα

Με τα αποθέματα σόγιας της Κίνας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (95 εκατ. τόνοι για τους πρώτους εννέα μήνες του έτους), το Πεκίνο μπορεί να αντέξει μήνες χωρίς αμερικανικές εισαγωγές — ενδεχομένως έως την επόμενη σοδειά της Νότιας Αμερικής στις αρχές του 2026. Η Trivium China εκτιμά ότι το Πεκίνο θα παραμείνει αμετακίνητο στη στάση του, καθώς η σόγια έχει εξελιχθεί σε εύκολο εργαλείο πίεσης προς την Ουάσιγκτον, με ελάχιστο πολιτικό κόστος στο εσωτερικό της χώρας.

«Στο Πεκίνο επικρατεί η αίσθηση ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κατάσταση σύγχυσης και υπάρχει περιθώριο να στοχευθούν ευαίσθητες ομάδες, όπως οι αγρότες», σημειώνει στη WSJ ο Τζακ Τζανγκ, διευθυντής του Trade War Lab στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας. Η στρατηγική αυτή δίνει στον Σι Τζινπίνγκ και ένα διαπραγματευτικό χαρτί: η άρση του εμπάργκο στη σόγια θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντάλλαγμα για παραχωρήσεις των ΗΠΑ σε πιο κρίσιμα ζητήματα, όπως οι εξαγωγικοί περιορισμοί σε προηγμένα μικροτσίπ.

Oι Αμερικανοί αγρότες σε απόγνωση

Σε αντίθεση με το εσωτερικό της Κίνας, ο αγροτικός κόσμος των ΗΠΑ «βράζει» στο φόντο των παραπάνω εξελίξεων, αφού παρά την εξαιρετικής ποιότητας σόγια που παρήγαγαν αυτή λιμνάζει. Όπως παραδέχτηκαν για παράδειγμα παραγωγοί στο αμερικανικό δίκτυο NPR «παλιά ανησυχούσαμε μόνο για τον καιρό. Τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως, πρέπει να ανησυχείς για τα πάντα — για την πολιτική εδώ στις ΗΠΑ, αλλά και για τη γεωπολιτική σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν τόσα γεγονότα που επηρεάζουν άμεσα το πώς δουλεύουμε».

Στο κάδρο όμως, δεν υπάρχει μόνο ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα. Το κόστος των λιπασμάτων εκτοξεύθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και τώρα οι δασμοί του Τραμπ ωθούν τις τιμές ακόμη ψηλότερα. Ταυτόχρονα, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων που λαμβάνουν οι παραγωγοί έχουν καταρρεύσει την τελευταία τριετία. Όπως σχολιάζει το NPR, κατά έναν παράδοξο τρόπο, οι Αμερικανοί αγρότες είναι θύματα της ίδιας τους της παραγωγικότητας. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου το κράτος περιορίζει την παραγωγή για να κρατά τις τιμές ψηλά, οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν τους αγρότες να παράγουν όσο περισσότερο μπορούν. Όταν όμως η σοδειά είναι καλή, το πλεόνασμα στην αγορά ρίχνει τις τιμές τόσο πολύ που πολλοί δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμη και τα λειτουργικά τους έξοδα.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ, όταν η Κίνα είχε και πάλι επιβάλει εμπάργκο στα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα, ο Λευκός Οίκος διέθεσε 23 δισ. δολάρια σε ενισχύσεις για να αντισταθμίσει τις ζημιές των παραγωγών. Φέτος, ο ίδιος έχει υποσχεθεί νέο πακέτο στήριξης, ωστόσο αυτό αναμένεται να καλύψει μόνο ένα μικρό ποσοστό της χασούρας που υπάρχει στο εισόδημά τους.

Aντίστοιχα, το εξειδικευμένο αμερικανικό αγροτικό site Sentient, σημειώνει, ότι πολλοί αγρότες αναζητούν εναλλακτικούς προορισμούς για τη σοδειά τους. Μερικοί για παράδειγμα προσπαθούν να την εξάγουν σε άλλες χώρες, όμως αυτό δεν είναι εύκολο, αφού όπως παραδέχονται στο μέσο δεν υπάρχουν αγορές αρκετά μεγάλες για να απορροφήσουν τις ποσότητες που δεν αγοράζει η Κίνα.

Η Ραμπάιλ Τσάντιο, επίκουρη καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, αναφέρει στο Sentient ότι οι παραγωγοί θα μπορούσαν να στραφούν σε εγχώριες αγορές, όπως εκείνη του βιοντίζελ, που παράγεται από λάδι σόγιας. Η ζήτηση για βιοκαύσιμα παραμένει χαμηλή προς το παρόν, όμως ειδικοί θεωρούν ότι θα αυξηθεί στο μέλλον. Αυτό θα μπορούσε να ανακουφίσει οικονομικά τους αγρότες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν κρίνεται αρκετό.

Πηγή: ot.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ