Τις συνέπειες που έχει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία στις ευρωπαϊκές χώρες, ανάλογα με την απόσταση που έχουν από το πολεμικό πεδίο καταγράφει σχετική ανάλυση της Κομισιόν. Σύμφωνα με αυτήν, υπάρχουν επιπτώσεις τόσο στην ανάπτυξη όσο και στον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στο σχετικό έγγραφο της Κομισιόν, κατά την περίοδο 2022-23, η απώλεια ετήσιας ανάπτυξης εκτιμάται σε περίπου 2 π.μ. για κάθε μείωση της απόστασης κατά 1 000 χιλιόμετρα. Η απώλεια ανάπτυξης της παραγωγής είναι ιδιαίτερα υψηλή, περίπου 1,4-1,8 π.μ. για τα κράτη μέλη που συνορεύουν με τις χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο. Όταν η ανάλυση επεκτείνεται ώστε να συμπεριλάβει το 2024, οι εκτιμώμενες επιπτώσεις φαίνεται να είναι ηπιότερες.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι το κόστος της ενέργειας και της χρηματοδότησης, οι εμπορικές σχέσεις, η αύξηση της απασχόλησης και οι δημόσιες δαπάνες έχουν διαδραματίσει ρόλο στη μετάδοση των οικονομικών επιπτώσεων της γεωγραφικής εγγύτητας.
Για τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου, η ανάλυση δείχνει ένα «κόστος εγγύτητας» περίπου 2 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ για κάθε μείωση της απόστασης κατά 1 000 χιλιόμετρα, ή περίπου 0,039 π.μ. για κάθε μείωση της απόστασης κατά 1%.
Σε σύγκριση με τη μέση απόσταση στην ΕΕ, οι εκτιμήσεις αυτές αντιστοιχούν σε μείωση της ανάπτυξης κατά περίπου 1,1-1,3 π.μ. για τα κράτη μέλη που βρίσκονται πιο κοντά στη σύγκρουση και κατά περίπου 1,4-1,8 π.μ. για τα κράτη μέλη που συνορεύουν με τη ζώνη του πολέμου.
Οι διαφορές σε σχέση με πριν
Τα κράτη μέλη που βρίσκονται πλησιέστερα στην περιοχή που βρίσκεται σε πόλεμο έχουν υποαποδώσει όσον αφορά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ από το 2019. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές μετά τη συνεκτίμηση των υψηλότερων μέσων ρυθμών ανάπτυξης κατά την προηγούμενη περίοδο 2013-19. Η ανάλυση στο παρόν ειδικό θέμα διερευνά σε ποιο βαθμό η υποαπόδοση αυτή οφείλεται στη γεωγραφική εγγύτητα των κρατών μελών στον πόλεμο και τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι πιθανοί δίαυλοι μετάδοσης αυτού του αντίκτυπου τα τελευταία τρία χρόνια.
Τα κράτη μέλη που βρίσκονται πλησιέστερα στην περιοχή του πολέμου έχουν υποαποδώσει όσον αφορά την πραγματική αύξηση του ΑΕΠ από το 2019. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές μετά τη συνεκτίμηση των υψηλότερων μέσων ρυθμών ανάπτυξης που σημείωσαν κατά την προηγούμενη περίοδο 2013-2019 . Η ανάλυση στο παρόν ειδικό θέμα διερευνά σε ποιο βαθμό η υποαπόδοση αυτή οφείλεται στη γεωγραφική εγγύτητα των κρατών μελών στον πόλεμο και τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι πιθανοί δίαυλοι μετάδοσης αυτής της επίδρασης τα τελευταία τρία έτη.
Πώς «μετράται» η εγγύτητα στον πόλεμο
Σε όλη την ανάλυση, η απόσταση από το πολεμικό πεδίομετράται με βάση 1) τον μέσο όρο των δύο αποστάσεων μεταξύ της πρωτεύουσας κάθε κράτους μέλους και του Κιέβου και της Μόσχας, αντίστοιχα, και 2) την ύπαρξη συνόρων. Η ομάδα των «πιο κοντινών» χωρών περιλαμβάνει τα δεκατρία κράτη μέλη με απόσταση μικρότερη από τον μέσο όρο (μεγαλύτερη εγγύτητα) και περιλαμβάνει τις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), δύο από τις σκανδιναβικές χώρες της ΕΕ (Φινλανδία, Σουηδία), την ομάδα Visegrad (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία), την Αυστρία, τη Βουλγαρία, τη Γερμανία και τη Ρουμανία.
Αξιολογείται επίσης η σχετική οικονομική απόδοση των οκτώ χωρών που συνορεύουν είτε με την Ουκρανία είτε με τη Ρωσία, δηλαδή της Εσθονίας, της Φινλανδίας, της Ουγγαρίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Σλοβακίας. Η ανάλυση επιβεβαιώνει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου είναι πιο έντονες για εκείνες που βρίσκονται πιο κοντά στον πόλεμο. Τα κράτη μέλη που βρίσκονται πιο κοντά ή συνορεύουν με τη ζώνη του πολέμου παρουσίασαν ανάπτυξη άνω του μέσου όρου πριν από τον πόλεμο, γεγονός που έκανε τη μεταπολεμική συρρίκνωση να φαίνεται ακόμη πιο έντονη.
Οι επιπτώσεις
Το 2022-23, η οικονομία της ΕΕ σημείωσε μικρότερη ανάπτυξη από ό,τι είχε προβλεφθεί το φθινόπωρο του 2021. Το πρώτο βήμα της ανάλυσης είναι η σύγκριση των προβλέψεων του φθινοπώρου του 2021 (AF21) – των τελευταίων πριν από την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 – με τα πραγματικά αποτελέσματα. Υποθέτοντας ότι οι παρατηρούμενες αποκλίσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις απρόβλεπτες συνέπειες του πολέμου, οι αποκλίσεις αυτές προσφέρουν μια κατά προσέγγιση εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων του πολέμου.
Η ανάλυση επικεντρώνεται στην μέση απόδοση των χωρών εντός της ομάδας των 13 κρατών μελών της ΕΕ που βρίσκονται γεωγραφικά πιο κοντά στον πόλεμο. Ο πραγματικός μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά τα δύο πρώτα έτη του πολέμου (2022-2023) ήταν 1,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος από την προπολεμική πρόβλεψη για το μέσο κράτος μέλος της ΕΕ.
Οι συνορεύουσες χώρες φαίνονται πιο ευάλωτες στις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου. Όσον αφορά τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, η μέση συνορεύουσα χώρα έχασε περισσότερο από 1 ποσοστιαία μονάδα. ετησίως σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρούνται στην ανάπτυξη των περισσότερων συνιστωσών των δαπανών, δηλαδή της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων, των εξαγωγών και των εισαγωγών, οι οποίες όλες αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό από τον αναμενόμενο.
Η μόνη εξαίρεση είναι η δημόσια κατανάλωση, για την οποία δεν διαπιστώνεται καμία επίδραση ανάλογα με την εγγύτητα της κάθε χώρας στο πολεμικό πεδίο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, για όλες τις ομάδες χωρών που εξετάστηκαν, τα αρνητικά σφάλματα πρόβλεψης για τις εισαγωγές είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος από ό,τι για τις εξαγωγές, γεγονός που συνεπάγεται θετική επίδραση στις καθαρές εξαγωγές.
Πώς συνδέεται ο πληθωρισμός
Η εγγύτητα στον πόλεμο συνδέεται επίσης με υψηλότερες πληθωριστικές διαταραχές. Τα σφάλματα στις προβλέψεις για τον πληθωρισμό είναι θετικά για το σύνολο της ΕΕ, επιβεβαιώνοντας τις μεγάλες πληθωριστικές επιπτώσεις του πολέμου. Ο πληθωρισμός βάσει του εναρμονισμένου δείκτη αποδείχθηκε κατά 5,9 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως υψηλότερος από τις προπολεμικές προβλέψεις.
Οι επιπτώσεις της εγγύτητας είναι εμφανείς: ο μέσος όρος του πληθωρισμού στα κράτη μέλη που βρίσκονται πιο κοντά στον πόλεμο ήταν περίπου 2,2 π.μ. υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ και 3,7 π.μ. υψηλότερος για τα κράτη μέλη που συνορεύουν με την περιοχή του πολέμου. Παρόμοιες επιπτώσεις της εγγύτητας παρατηρούνται και στον πληθωρισμό των τροφίμων.
Σε άλλο σημείο, η έκθεση καταγράφει την εκτίμηση πως η άφιξη προσφύγων από την Ουκρανία οδήγησε σε αύξηση των ενοικίων στις μεγαλύτερες πόλεις της Πολωνίας κατά περίπου 0,7 %, καταδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι μεταναστευτικές πιέσεις μεταφέρθηκαν στις αγορές κατοικιών.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους η γεωγραφική εγγύτητα στον πόλεμο μπορεί να ενισχύσει την έκθεση στις οικονομικές συνέπειές του. Πρώτον, οι χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία και την Ουκρανία έχουν συχνά ισχυρότερους εμπορικούς δεσμούς με αυτές, γεγονός που καθιστά τις οικονομίες τους πιο ευάλωτες σε διαταραχές από κυρώσεις, εμπόδια στην προσφορά και αλλαγές στη ζήτηση. Δεύτερον, οι οικονομίες αυτές τείνουν να είναι πιο ενεργοβόρες και να εξαρτώνται περισσότερο από τη Ρωσία για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, γεγονός που αυξάνει την έκθεσή τους σε διαταραχές του ενεργειακού εφοδιασμού και τις συνακόλουθες αυξήσεις των τιμών.
Τρίτον, η γεωγραφική εγγύτητα μπορεί επίσης να μεταφραστεί σε υψηλότερα ασφάλιστρα χρηματοοικονομικού κινδύνου, ιδίως στις οικονομίες εκτός της ζώνης του ευρώ, αντανακλώντας τόσο την αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα όσο και τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης. Τέταρτον, οι γειτονικές χώρες δέχτηκαν σημαντικό αριθμό εκτοπισμένων από την Ουκρανία, γεγονός που μπορεί να ενισχύσει το ΑΕΠ μέσω της αύξησης της κατανάλωσης και της προσφοράς εργασίας, αλλά και να δημιουργήσει βραχυπρόθεσμα δημοσιονομικά κόστη. Τέλος, οι αυξημένες ανησυχίες για την ασφάλεια ενδέχεται να έχουν επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, οδηγώντας τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες και ορισμένες επιχειρήσεις να αναβάλουν ή να μεταφέρουν τις προγραμματισμένες επενδύσεις τους.
Πηγή: ot.gr






