Επιστροφή των δημοσίων οικονομικών σε πορεία πλεονασμάτων και πτωτική πορεία για το δημόσιο χρέος, έπειτα από τα χρόνια της πανδημίας διαβλέπει για την Κύπρο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στο Fiscal Monitor που εξέδωσε σήμερα.
Ειδικότερα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι μετά τις ελλειμματικές χρονιές της πανδημίας τα δημόσια οικονομικά επιστρέφουν σε πλεονάσματα το 2023 και θα παραμένουν σε πλεονασματική πορεία μέχρι και το τέλος του ορίζοντα εκτιμήσεων το 2027. To Fiscal Monitor προβλέπει πως φέτος η Γενική Κυβέρνηση θα παρουσιάσει έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ και θα γυρίσει σε πλεόνασμα 0,9% το 2023, 1,3% το 2024, 1,6% το 2025 και 1,7% το 2026 και 2027 αντίστοιχα.
Όσον αφορά το πρωτογενές ισοζύγιο (δηλαδή εξαιρουμένων των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους) το Fiscal Monitor προβλέπει σταδιακή αύξηση των πλεονασμάτων. Από το οριακό πλεόνασμα 0,1% το 2021 και πλεόνασμα 1,2% του ΑΕΠ φέτος, το πρωτογενές ισοζύγιο θα ανέλθει στο 2,3% το 2023. Η ανοδική τάση θα συνεχιστεί και τα επόμενα έτη, ήτοι στο 2,6%, 2,8%, 2,7% και 2,7% τα έτη 2024, 2025, 2026 και 2027 αντίστοιχα.
Σε σχέση με το δημόσιο χρέος, ύστερα από το ιστορικό υψηλό του 115% του ΑΕΠ το 2020 λόγω των μεγάλων εκδόσεων χρέους εν μέσω της πανδημίας και την υποχώρηση στο 103,9% το 2021, το ΔΝΤ εκτιμά ότι φέτος το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της Κύπρου θα υποχωρήσει στο 93,6% το 2022 και στο 87,5% το 2023. Ο δείκτης του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει περαιτέρω στο 80,2% το 2024 και στο 76% το 2025, ενώ για τα έτη 2026 και 2027 θα μειωθεί στο 71% και 66,2% αντίστοιχα.
Εξάλλου σταθεροποίηση πέριξ του 42% του ΑΕΠ βλέπει το ΔΝΤ όσον αφορά τα δημόσια έσοδα. Έπειτα από το 42,4% του ΑΕΠ το 2021 (από 39,3% το 2020), τα έσοδα του κράτους θα διαμορφωθούν το 2022 στο 41,9% όπου εκτιμάται ότι θα παραμείνουν και το 2023. Τα δημόσια έσοδα θα ανέλθουν στο 42,2% του ΑΕΠ το 2024, ενώ τα έτη 2025, 2026 και 2027 θα διαμορφωθούν στο 41,8%, 41,1% και 40,7% αντίστοιχα.
Όσον αφορά τις δαπάνες, το ΔΝΤ εκτιμά ότι το 2022 θα ανέλθουν στο 42,4% (έπειτα από 44,1% το 2021 και 45,% το 2020) και θα υποχωρήσουν στο 41% το 2023. Η πτωτική πορεία των κρατικών εσόδων ως προς το ΑΕΠ θα συνεχιστεί και τα επόμενα έτη λόγω και της οικονομικής μεγέθυνσης. Το 2024 το ποσοστό των κρατικών εξόδων ως προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 40,9% και θα διαμορφωθεί στο 40,2% το 2025 και θα μειωθεί περαιτέρω στο 39,4% και στο 39% τα έτη 2026 και 2027 αντίστοιχα.
To φετινό "Fiscal Monitor" τιτλοφορείται «βοηθώντας τους ανθρώπους να ανακάμψουν» σημειώνει ότι όπως έχει αποδειχθεί κατά την πανδημία και την παγκόσμια οικονομική κρίση, η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να είναι ενεργή και ισχυρή αν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι και συμπληρώνει πως το «κτίσιμο δημοσιονομικών αποθεμάτων στις κανονικές εποχές είναι προπαιτούμενο για ευέλικτες πολιτικές κατά τη διάρκαι κρίσεων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η πρόσβαση στη χρηματοδότηση».
Ο Βίτορ Γκασπάρ, Διευθυντής του τμήματος δημοσιονομικών υποθέσεων του ΔΝΤ, προειδοποιεί ότι στο πλαίσιο του υψηλού πληθωρισμού, του υψηλού χρέους των αυξανόμενων επιτοκίων και της αυξημένης αβεβαιότητας «η συνέπεια μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής είναι ύψιστης σημασίας».
«Στις περισσότερες χώρες αυτό σημαίνει τη διατήρηση του προϋπολογισμού σε πορεία σύσφιξης», τονίζει.
Το Fiscal Monitor επισημαίνει ότι ο καθορισμός ενός συνεπούς μεσοπρόθεσμου πλαισίου πολιτικής για την μετά την πανδημία εποχή «είναι κρίσιμης σημασίας».
«Ενώ είναι πολιτικά δύσκολη, η σταδιακή και σταθερή δημοσιονομική σύσφιξη είναι λιγότερο προβληματική από μια απότομη δημοσιονομική απόσυρση ως αποτέλεσα της απώλειας της εμπιστοσύνης της αγοράς», τονίζει.
Όπως αναφέρει, η ιεράρχηση των πολιτικών και προγραμμάτων είναι ολοένα και πιο ζωτικής σημασίας, καθώς ο κυβερνήσεις λειτουργούν στο πλαίσιο πιο σφιχτών προϋπολογισμών. Το ΔΝΤ θεωρεί πως οι κορυφαίες προτεραιότητες είναι η διασφάλιση πρόσβασης σε φθηνά τρόφιμα για όλους και η προστασία των νοικοκυριών χαμηλής εισοδηματικής στάθμης από τον αυξανόμενο πληθωρισμό.
Οι προσπάθειες περιορισμού της αύξησης των τιμών μέσω ελέγχων, επιδοτήσεων ή φορολογικών μειώσεων, σημειώνει το ΔΝΤ, θα στοιχίσουν ακριβά και τελικά θα είναι αναποτελεσματικές.
«Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αφήσουν τις τιμές να προσαρμοστούν και να παρέχουν προσωρινές και στοχευμένες μεταβιβάσεις στους πιο ευάλωτους», προσθέτει το ΔΝΤ, σημειώνοντας ότι τα σημάδια των τιμών είναι κρίσιμα για την προώθηση εξοικονόμησης ενέργειας και την ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές.