Την ώρα που ολόκληρος ο πλανήτης έχει το βλέμμα στραμμένο στις ΗΠΑ και στη δασμολογική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Κίνας όχι μόνο διατηρούνται, αλλά κλιμακώνονται.
Οι αλληλοκατηγορίες και οι παράλληλες έρευνες για τις εκατέρωθεν εμπορικές πρακτικές αποτελούν εδώ και καιρό βασικό στοιχείο των εμπορικών σχέσεων ΕΕ-Κίνας και ενισχύονται από ανησυχίες για το πώς οι εγχώριες οικονομίες είναι πιθανό να επηρεαστούν από τις ανταγωνιστικές εισαγωγές.
Τις τελευταίες εβδομάδες, οι περιορισμοί της ΕΕ σε κινεζικές εταιρείες που συμμετέχουν σε δημόσιους διαγωνισμούς για ιατρικά βοηθήματα αντιμετωπίστηκαν γρήγορα με την Κίνα να επιβάλλει περιορισμούς στις εισαγωγές τέτοιων προϊόντων.
Ακόμη, οι κινεζικοί δασμοί στο ευρωπαϊκό μπράντι τέθηκαν σε ισχύ νωρίτερα αυτόν τον μήνα, εντείνοντας περαιτέρω την ένταση.
Συνολικά, οι εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Κίνας είναι πλέον «αρκετά κακές», όπως είπε στο CNBC ο Marc Julienne, διευθυντής του Κέντρου Ασιατικών Σπουδών στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (Ifri).
«Αυτό που κάποτε ήταν ένας τομέας μεγάλων ευκαιριών και ενθουσιασμού για τη διμερή σχέση έχει πλέον γίνει περισσότερο θέμα κινδύνων παρά ευκαιριών», είπε χαρακτηριστικά.
Μια κακή σχέση
Οι σχέσεις ΕΕ και Κίνας επιβαρύνονται από πολλά ζητήματα που συχνά συνδέονται με συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα, υποστήριξε ο Grzegorz Stec, ανώτερος αναλυτής στο Ινστιτούτο Mercator για τις Κινεζικές Σπουδές.
«Η ΕΕ και η Κίνα βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε μια τροχιά σύγκρουσης όσον αφορά τις ανησυχίες τους για την εμπορική και βιομηχανική πολιτική», είπε. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της Κίνας και η εκτροπή του εμπορίου προς την Ευρώπη, εξήγησε ο Stec, ο οποίος είναι επίσης επικεφαλής του γραφείου του Ινστιτούτου Mercator στις Βρυξέλλες.
«Η ολοένα και πιο πιεστική ανάγκη του Πεκίνου για εξαγωγές έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη της ΕΕ να προστατεύσει τη δική της βιομηχανική βάση», πρόσθεσε.
Ο Julienne του Ifri επεσήμανε επίσης μια σειρά από ανησυχίες που καθιστούν τη σχέση ΕΕ-Κίνας δύσκολη, συμπεριλαμβανομένου ενός ολοένα και πιο δύσκολου περιβάλλοντος για τις ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα και του αυξανόμενου εμπορικού ελλείμματος της Ευρώπης. Επιπλέον, είπε ότι το Πεκίνο εργαλειοποιεί το εμπόριο για να ασκήσει πίεση στην Ευρώπη — όπως έκανε με τους δασμούς στο μπράντι.
Οι δασμοί των ΗΠΑ
Η δασμολογική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για την Κίνα και την ΕΕ να βελτιώσουν τις σχέσεις τους, σύμφωνα με τον ίδιο αναλυτή.
Οπως εξήγησε, κανονικά θα περίμενε κανείς ΕΕ και Κίνα να συνεργαστούν στη βάση του κοινού συμφέροντος για να αντιμετωπίσουν τους δασμούς Τραμπ, αξιοποιώντας τη μεταξύ τους εμπορική σχέση, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής.
Ενδεχομένως ένας λόγος για αυτό να είναι το γεγονός ότι για την ώρα το Πεκίνο αισθάνεται πως έχει βγει νικτής από τον «πόλεμο» με τον Ντόναλντ Τραμπ, εξ ου και θεωρεί την ανάγκη για ένα κοινό μέτωπο με την ΕΕ λιγότερο απαραίτητο, εξήγησε ο Jean-Marc Fenet, ανώτερος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Γεωπολιτικής. Και όχι μόνο αυτό. Οπως πρόσθεσε ο ίδιος, «στην πραγματικότητα, ο φόβος τώρα στο Πεκίνο είναι μάλλον ότι η ΕΕ θα αποδεχτεί μια ευθυγράμμιση με μια αντι-κινεζική γραμμή που η αμερικανική κυβέρνηση θα επιβάλει στο περιθώριο των εμπορικών διαπραγματεύσεων».
Φως στο τούνελ;
Ο Stec του Ινστιτούτου Mercator υποστήριξε ότι είναι «απίθανο να βρεθεί λύση» στα επίμονα σημεία εμπορικής διαμάχης μεταξύ Πεκίνου και Βρυξελλών, προβλέποντας, αντίθετα, ότι θα ανακύψουν περαιτέρω ζητήματα.
«Τα ζητήματα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και εκτροπής του εμπορίου σε συνδυασμό με την πρόθεση του Πεκίνου να χρησιμοποιήσει τους ελέγχους εξαγωγών σπάνιων γαιών ως μοχλό στις διαπραγματεύσεις για τους δασμούς των ηλεκτρικών οχημάτων σηματοδοτούν περισσότερες αναταραχές που θα έρθουν», είπε.
Σύμφωνα με τον Stec, αναμένονται επίσης εντάσεις σχετικά με τα μέτρα της ΕΕ για την ενίσχυση της αυτονομίας της και τις προσπάθειες της Κίνας να αποτρέψει αυτές τις προσπάθειες.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Fenet είπε πως «η σημαντική αυστηροποίηση των θέσεων της Κομισιόν και η αύξηση της ισχύος των εργαλείων προστασίας με τα οποία έχει εξοπλίσει την ΕΕ τα τελευταία χρόνια, καθιστούν πιθανό να υπάρξουν αυξανόμενες τριβές, όπως φαίνεται από τα πρόσφατα μέτρα που ελήφθησαν κατά του κινεζικού ιατρικού εξοπλισμού και όπως αναμφίβολα θα δούμε στη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Κίνας στις 24 Ιουλίου στο Πεκίνο».
Οι προσδοκίες για τη σύνοδο κορυφής -η οποία, σύμφωνα με πηγές του CNBC, θα περιλαμβάνει μια συνάντηση μεταξύ της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Σι Τζινπίνγκ- δεν είναι μεγάλες. «Τα δύο μέρη φαίνεται ήδη να αναμένουν μια δύσκολη και πιθανώς άκαρπη συνάντηση», δήλωσε ο Fenet.
Πηγή: ot.gr