Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, οι επενδυτές στον παγκόσμιο χώρο των 150 τρισ. δολαρίων των ομολόγων βλέπουν τις εταιρείες ως πιο αξιόπιστους δανειζόμενους από τις κυβερνήσεις.
Η δημοσιονομική χαλάρωση και τα αυξανόμενα χρέη των ανεπτυγμένων οικονομιών έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή εικόνα:
ομόλογα εταιρειών όπως η Microsoft, η Airbus, η L’Oréal και η Siemens αποδίδουν χαμηλότερο επιτόκιο από τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, της Γαλλίας ή της Γερμανίας.
Οι εταιρείες περιορίζουν τα χρέη – Oι κυβερνήσεις ξοδεύουν
Από την εποχή της πανδημίας, οι επιχειρήσεις έχουν περιορίσει τις δαπάνες και το δανεισμό τους, διατηρώντας ισχυρούς ισολογισμούς.
Αντίθετα, οι κυβερνήσεις των πλουσιότερων χωρών συνεχίζουν να αυξάνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, με τον μέσο λόγο χρέους προς ΑΕΠ των χωρών του G7 να αναμένεται να αυξηθεί έως το 2030.
Στις ΗΠΑ, το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να παραμείνει άνω του 6% καθ’ όλη τη δεύτερη θητεία του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ενώ στη Γαλλία τα σχέδια για περικοπές δαπανών έχουν παγώσει λόγω πολιτικών αντιδράσεων.
Ακόμα και η Γερμανία έχει αναστείλει τους δημοσιονομικούς της κανόνες για να χρηματοδοτήσει άμυνα και υποδομές.
Οι επενδυτές στρέφονται στα εταιρικά ομόλογα
Σύμφωνα με τo Bloomberg, το φαινόμενο αυτό ενισχύεται από ισχυρή ζήτηση για εταιρικά ομόλογα και ανησυχία για την αξιοπιστία των κρατικών.
Τα εταιρικά ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης (investment grade) βλέπουν τις αποδόσεις τους να υποχωρούν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2007, ενώ παράλληλα, οι εταιρικές αξιολογήσεις βελτιώνονται με τον ταχύτερο ρυθμό της δεκαετίας.
Η Microsoft, με κεφαλαιοποίηση σχεδόν 4 τρισ. δολάρια και αξιολόγηση ΑΑΑ, έχει καθαρό χρέος μόλις στο 10% των ετήσιων κερδών της.
Στη Γαλλία, η Orange αμείβεται πλέον από τους επενδυτές με χαμηλότερο επιτόκιο από το ίδιο το γαλλικό Δημόσιο.
Η φθίνουσα αξιοπιστία των κρατών
Η πτώση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων ΗΠΑ και Γαλλίας τους τελευταίους μήνες αντανακλά την πίεση που ασκούν τα μεγέθη του χρέους.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών θα φτάσει το 137% έως το 2030, ενώ το Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών προειδοποιεί πως οι πολιτικοί δυσκολεύονται «να λάβουν δύσκολες αποφάσεις».
Η Pilar Gomez-Bravo της MFS International, που διαχειρίζεται 660 δισ. δολάρια, το περιγράφει ξεκάθαρα:
«Η αντίληψη του κράτους δικαίου διαβρώνεται. Οι επενδυτές προτιμούν πλέον ισολογισμούς εταιρειών, που είναι πιο υγιείς από εκείνους των κυβερνήσεων».
Τα παραδείγματα της αγοράς
Το 2024, οι εταιρείες τεχνολογίας έδειξαν τη δύναμή τους στην αγορά ομολόγων.
Η Meta άντλησε 30 δισ. δολάρια, προσελκύοντας 125 δισ. σε προσφορές — ρεκόρ για ιδιωτική έκδοση.
Η Alphabet (Google) έλαβε 90 δισ. δολάρια σε προσφορές για έκδοση 25 δισ. δολαρίων.
Τα επιτόκια όλων των σειρών ήταν χαμηλότερα από αντίστοιχα αμερικανικά εταιρικά ομόλογα, αποδεικνύοντας τη δίψα των επενδυτών για ασφαλείς εταιρικές τοποθετήσεις.
Η ισορροπία ισχύος στις αγορές ομολόγων αλλάζει.
Οι κυβερνήσεις έχουν την εξουσία να φορολογούν και να εκδίδουν χρήμα, όμως οι αγορές αρχίζουν να τιμολογούν υψηλότερα το ρίσκο τους.
Οι εταιρείες, αντίθετα, δείχνουν πειθαρχία, χαμηλό δανεισμό και σταθερή αποδοτικότητα.
Όπως σχολιάζει ο Στέφεν Ούλμαν της HAGIM GmbH: «Οι κυβερνήσεις απλώς συνεχίζουν να δανείζονται, ενώ οι εταιρείες έχουν κάνει τη δουλειά τους: απομόχλευση και πειθαρχία κόστους».
Η νέα πραγματικότητα είναι ξεκάθαρη: στις αγορές του 21ου αιώνα, η εμπιστοσύνη μετατοπίζεται από τα κράτη προς τις επιχειρήσεις.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: Σνάμπελ (ΕΚΤ): Μικρή ανησυχία για ανοδικούς κινδύνους στον πληθωρισμό

