Ο αξιακός κώδικας του Ισραήλ: Η Τουρκία στην Κύπρο αποτελεί απειλή

Από το Δόγμα της Περιφέρειας στη στρατηγική ανάσχεσης: γιατί το Ισραήλ θεωρεί την Τουρκία απειλή για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Της Πωλίνας Άνιφτου

Το Δόγμα της Περιφέρειας του 1960

Η πορεία των σχέσεων Ισραήλ–Ιράν–Τουρκίας αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές και καθοριστικές γεωπολιτικές μεταβολές στη σύγχρονη Μέση Ανατολή. Από μια περίοδο στενής αλλά κυρίως μυστικής στρατηγικής συνεργασίας, οι τρεις χώρες πέρασαν σταδιακά σε καθεστώς έντονης αντιπαλότητας, η οποία κατά περιόδους διαμόρφωσε την περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφάλειας και δημιούργησε πολύπλοκες προκλήσεις για τη διεθνή σταθερότητα.

Στο επίκεντρο αυτής της εξέλιξης βρίσκεται το Δόγμα της Περιφέρειας (Periphery Doctrine), το οποίο εισήγαγε ο πρώτος Πρωθυπουργός του Ισραήλ, Ντέιβιντ Μπεν Γκουριόν. Σχεδιάστηκε ως απάντηση στο διπλωματικό και οικονομικό μποϊκοτάζ του αραβικού κόσμου και ως στρατηγική ισορροπίας δυνάμεων, με στόχο την ανάσχεση του παναραβισμού. Η ύπαρξη χωρών όπως η Τουρκία (μέλος του ΝΑΤΟ), το Ιράν του Σάχη και η Αιθιοπία του Χαϊλέ Σελασιέ, οι οποίες διατηρούσαν στενές σχέσεις με τη Δύση και βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με αραβικά κράτη, δημιούργησε το κατάλληλο πλαίσιο για τη σύναψη περιφερειακών συνεργασιών.

Παρά την επιτυχία του, ο Μπεν Γκουριόν αντιμετώπιζε το Δόγμα της Περιφέρειας ως προσωρινή λύση, απαραίτητη μόνο όσο οι αραβικές χώρες αρνούνταν να αναγνωρίσουν το Ισραήλ και να προχωρήσουν σε ειρηνευτικές συμφωνίες μαζί του. Ο απώτερος στόχος της ισραηλινής διπλωματίας παρέμενε πάντοτε η επίτευξη ειρήνης με τους άμεσους γείτονες, αλλά και η αποδοχή του εβραϊκού κράτους στην απώτερη περιοχή. Προορισμένο να στεγάσει τους Εβραίους μετά τον ΒΠΠ, το Ισραήλ στράφηκε για λόγους πετρελαίου στο Ιράν και πολιτικής συμπαράστασης στην εκδυτικοποιημένη Τουρκία.

Το Ισραήλ, ιδρυμένο το 1948, μέσα στις τραγικές συνέπειες του Ολοκαυτώματος, βρέθηκε αμέσως σε πόλεμο (1948 ΝΚΒΑ) επιβίωσης απέναντι σε συνασπισμό αραβικών κρατών που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της ύπαρξής του. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε ένα περιβάλλον περιφερειακής εχθρότητας, που συχνά περιγράφεται ως «δακτύλιος πυρός» (ring of fire), με το Ισραήλ να αντιμετωπίζει δημογραφική και στρατιωτική ανισορροπία.

Αντιλαμβανόμενος ότι οι προοπτικές άμεσης και διαρκούς ειρήνης ήταν περιορισμένες, ο Μπεν Γκουριόν επιδίωξε μια εναλλακτική στρατηγική για να εξασφαλίσει την ασφάλεια και επιβίωση του κράτους, καθώς και να σπάσει τη διπλωματική και ενεργειακή του απομόνωση. Η στρατηγική αυτή επικεντρωνόταν στη δημιουργία δεσμών με κράτη και μειονότητες της περιφέρειας, τα οποία βρίσκονταν εκτός του άμεσου αραβοϊσραηλινού μετώπου, με στόχο την αποδυνάμωση των απειλών που προέρχονταν από τα εχθρικά αραβικά καθεστώτα και τη σταδιακή ενίσχυση της περιφερειακής θέσης του Ισραήλ.

 

 

Στρατηγική στόχευση

Το Δόγμα της Περιφέρειας υπήρξε μια πραγματιστική εφαρμογή της Realpolitik, στηριζόμενη στην ταύτιση και αξιοποίηση κοινών στρατηγικών συμφερόντων.

Κύριοι στόχοι του Ισραήλ ήταν:

1. Η αναχαίτιση του ανερχόμενου παναραβισμού, που εκφραζόταν κυρίως από την Αίγυπτο του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ από τα μέσα της δεκαετίας του 1950.

2. Ο περιορισμός της σοβιετικής επιρροής στην περιοχή, η οποία συχνά λειτουργούσε ως υποστηρικτής ριζοσπαστικών αραβικών καθεστώτων.

Στο πλαίσιο αυτό, η Περσία (Ιράν) του Σάχη, μαζί με την Τουρκία του Κεμάλ και την Αιθιοπία που έβλεπε εχθρικά την Αίγυπτο, αναδείχθηκαν ως κύριοι υποψήφιοι εταίροι του Ισραήλ.

Κάθε μία από αυτές τις χώρες είχε διακριτά ιστορικά και γεωπολιτικά κίνητρα για να ανησυχεί απέναντι στην επεκτατική ρητορική του νασερικού παναραβισμού και τη διείσδυση της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή.

Ο ρόλος του Ιράν στο Δόγμα της Περιφέρειας

Το Ιράν, υπό το καθεστώς του Σάχη Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί, κατέστη ο πλέον σημαντικός και πολυδιάστατος εταίρος του Ισραήλ στο πλαίσιο του Δόγματος της Περιφέρειας.

Παρά το γεγονός ότι το Ιράν ήταν μουσουλμανικό κράτος, μια σύνθεση γεωστρατηγικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων ευνόησε τη διαμόρφωση μιας στενής, αν και ανεπίσημης και συχνά μυστικής, στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ.

Για το Ισραήλ, το Ιράν προσέφερε πολλαπλά στρατηγικά πλεονεκτήματα:

• Γεωπολιτικά, το Ιράν ήταν ένα μεγάλο, πολυπληθές και ισχυρό μη αραβικό κράτος, τοποθετημένο στην ανατολική πλευρά του αραβικού κόσμου. Μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο σε ισχυρές αραβικές δυνάμεις, ιδίως στο Ιράκ υπό το μπααθικό καθεστώς, που διατηρούσε ιστορικά εχθρικές σχέσεις με το Ιράν.

• Οικονομικά, το Ιράν εξελίχθηκε σε βασικό και αξιόπιστο προμηθευτή πετρελαίου για το Ισραήλ, ιδίως μετά τα αραβικά πετρελαϊκά εμπάργκο. Μυστικές, αλλά καλά οργανωμένες συμφωνίες – όπως η κοινή ανάπτυξη του αγωγού Εϊλάτ–Ασκελόν – διασφάλιζαν σταθερή ροή ιρανικού αργού πετρελαίου, ενισχύοντας την ενεργειακή ασφάλεια του Ισραήλ.

• Στρατιωτικά και πληροφοριακά, υπήρχε στενή συνεργασία πληροφοριών, με στόχο την αντιμετώπιση κοινών εχθρών, όπως τα ριζοσπαστικά αραβικά καθεστώτα και τα κομμουνιστικά κινήματα που υποστηρίζονταν από τη Σοβιετική Ένωση.

Τα κίνητρα του Ιράν υπό τον Σάχη

Από την πλευρά του, το καθεστώς Παχλαβί είχε εξίσου σοβαρούς λόγους για να επιδιώξει αυτήν την περιφερειακή συνεργασία.

• Η φιλοδυτική μοναρχία του Σάχη έβλεπε ως άμεση απειλή τον παναραβισμό του Νάσερ, καθώς και τη διεύρυνση της σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή.

• Το Ιράκ, με το επαναστατικό μπααθικό καθεστώς του και τις ιστορικές εδαφικές διαμάχες με το Ιράν, αποτελούσε τον πιο έντονο παράγοντα αστάθειας για την Τεχεράνη.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ, με τις αποδεδειγμένες στρατιωτικές του δυνατότητες και τους στενούς στρατηγικούς δεσμούς του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναδείχθηκε για τον Σάχη σε πολύτιμο, αλλά διακριτικό εταίρο, ικανό να αντισταθμίσει τις περιφερειακές απειλές και να ενισχύσει τη θέση του Ιράν στο περίπλοκο γεωπολιτικό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής.

Η Τουρκία και οι Δομικοί περιορισμοί

Η συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας ουδέποτε συνιστούσε αυθεντική στρατηγική συμμαχία. Αντιθέτως, επρόκειτο για εργαλειακή σχέση, στην οποία αμφότερα τα κράτη αξιοποιούσαν τη μεταξύ τους συνεργασία για την ενίσχυση της διπλωματικής και στρατιωτικής τους ευελιξίας, με σκοπό την αντιστάθμιση των πιέσεων που ασκούσαν οι αραβικές εθνικιστικές κυβερνήσεις και κινήματα.

Οι δύο χώρες μοιράζονταν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά:

• ήταν μη αραβικά, κοσμικά και δυτικότροπα κράτη,

• διέθεταν ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και αντιμετώπιζαν κοινές απειλές τρομοκρατίας,

• διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Παρά τη στρατηγική αυτή εγγύτητα, η σχέση Ισραήλ–Τουρκίας παρέμενε εύθραυστη, καθώς οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της Άγκυρας εδράζονταν σε μια διαφορετική λογική.

Η γεωγραφική εγγύτητα, τα οικονομικά συμφέροντα και οι πολιτισμικοί δεσμοί υπαγόρευαν διαχρονικά στην Τουρκία την ανάγκη ομαλοποίησης των σχέσεών της με τα γειτονικά αραβικά κράτη.

Αυτοί οι παράγοντες καθιστούσαν απίθανη την προοπτική μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ, όσο αυτό παρέμενε σε εμπόλεμη κατάσταση με τον αραβικό κόσμο. Ακόμη και οι σημερινές αναφορές του Τούρκου Προέδρου κ. Ερντογάν στο ότι η Τουρκία διεκδικεί την Ιερουσαλήμ στην πραγματικότητα εκφράζουν την υποτίμηση της Τουρκίας προς τον πολυπληθή αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο και αποτελούν ρητορική επανάκτησης εκ μέρους της Τουρκίας των παλιών Οθωμανικών κτήσεων της. Οι δηλώσεις αυτές είναι όμως και ο κύριος λόγος ανταγωνισμού με το Ισραήλ που η Τουρκία το θεωρούσε ως πύλη προς τις ΗΠΑ, παρά ως ένα σύμμαχο per se.

Περιοδικές συγκλίσεις και αποκλίσεις

Η σύγκλιση Ισραήλ–Τουρκίας βασίστηκε κυρίως σε βραχυπρόθεσμους πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, όπως:

• τα κοινά προβλήματα και οι εντάσεις με τη Συρία,

• οι αντιπαραθέσεις με το Ιράν,

• καθώς και η ανάγκη ανάσχεσης της επιρροής των αραβικών εθνικιστικών κινημάτων, υπό την ηγεσία του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και με στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης.

Αυτοί οι παράγοντες δημιούργησαν ένα ευνοϊκό περιφερειακό περιβάλλον για συνεργασία, αλλά η σχέση διαταρασσόταν κάθε φορά που η τουρκική ηγεσία έκρινε ότι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας απαιτούσε αποστασιοποίηση από το Ισραήλ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υποβάθμιση των διμερών σχέσεων το 1955, όταν η Τουρκία εντάχθηκε στο Σύμφωνο της Βαγδάτης (μαζί με τη Βρετανία, το Πακιστάν και το Ιράν), αναλαμβάνοντας μάλιστα δέσμευση στήριξης της Ιορδανίας σε περίπτωση ισραηλινής επίθεσης.

Αργότερα, η Άγκυρα συντάχθηκε με τα περισσότερα αραβικά και μουσουλμανικά κράτη στην καταδίκη του Ισραήλ για την εισβολή στον Λίβανο το 1982 και για τις πολιτικές του στα παλαιστινιακά εδάφη, επιβεβαιώνοντας ότι δεν αντιλαμβανόταν το Ισραήλ ως στρατηγικό σύμμαχο, αλλά ως σημαντικό περιφερειακό δρώντα με τον οποίο υπήρχαν περιορισμένα συγκλίνοντα συμφέροντα.

Διπλωματική ιστορική εξέλιξη

Η ιστορία των σχέσεων Ισραήλ–Τουρκίας καταδεικνύει τη ρευστότητα και την κυκλική φύση της συνεργασίας τους:

1947: Η Τουρκία ψήφισε κατά του σχεδίου διαχωρισμού της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ και της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ.

1949: Μετά τις συμφωνίες ανακωχής μεταξύ Ισραήλ–Αιγύπτου και Ισραήλ–Ιορδανίας, η Τουρκία έγινε το πρώτο μουσουλμανικό κράτος που αναγνώρισε επίσημα το Ισραήλ.

Δεκέμβριος 1950: Δημιουργήθηκαν διπλωματικές αποστολές στην Άγκυρα και το Τελ Αβίβ, σε επίπεδο πρεσβευτικής αντιπροσωπείας.

1956 (Κρίση του Σουέζ): Η Τουρκία, αντιδρώντας στην ισραηλινή επίθεση κατά της Αιγύπτου, υποβάθμισε την αποστολή της στο Τελ Αβίβ σε επίπεδο επιτετραμμένου.

Δεκέμβριος 1991: Έξι εβδομάδες μετά την έναρξη της Διάσκεψης Ειρήνης της Μαδρίτης, η Άγκυρα αναβάθμισε τις σχέσεις της τόσο με το Ισραήλ όσο και με την PLO, φτάνοντας στο επίπεδο πρεσβευτή.

Πρώτη Ιντιφάντα: Η Τουρκία αναγνώρισε την Παλαιστίνη ως ανεξάρτητο κράτος, αποτελώντας τη μοναδική χώρα που, διατηρώντας ταυτόχρονα διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, προχώρησε σε αυτή την αναγνώριση.

 

 

Η Τουρκία ως αυτόνομος περιφερειακός δρώντας

Η ανάλυση της πορείας των ισραηλινοτουρκικών σχέσεων δείχνει ότι η συνεργασία τους εξαρτιόταν πάντα από συγκυριακούς παράγοντες και τις περιφερειακές ισορροπίες.

Η Άγκυρα ουδέποτε προσέβλεψε σε μια μακροπρόθεσμη συμμαχία με το Ισραήλ, καθώς οι στρατηγικές της προτεραιότητες συνδέονται με τη διατήρηση της ευελιξίας και την προσαρμογή τής εξωτερικής της πολιτικής σε ένα δυναμικό και συχνά ασταθές περιβάλλον.

Ως αυτόνομος περιφερειακός δρων, η Τουρκία επιδιώκει να διατηρεί ανοικτούς διαύλους με όλους τους βασικούς παίκτες της περιοχής, αποφεύγοντας τις μόνιμες δεσμεύσεις.

Η στρατηγική της στηρίζεται σε δικές της προσδοκίες ισχύος και επιρροής, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη συγκρότηση σταθερών συμμαχιών με οποιοδήποτε κράτος στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ.

Αντιστρέφοντας το Δόγμα της Περιφέρειας

Η αντιστροφή του Δόγματος της Περιφέρειας από το Ισραήλ - δηλαδή η μετάβαση από τη συνεργασία με μη αραβικές περιφερειακές δυνάμεις στη στρατηγική ανάσχεσης και αποτροπής έναντί τους - δεν αποτελεί απλώς αντίδραση σε πρόσφατες διπλωματικές εντάσεις. Αντιθέτως, στηρίζεται σε βαθύτερες αλλαγές στις περιφερειακές ισορροπίες και σε ιστορικές απογοητεύσεις, αλλά και στο γεγονός της πολιτικής ωρίμανσης του Ισραήλ εκ των έσω, όταν μετά από 77 χρόνια παρουσίας στην παγκόσμια διπλωματία το Ισραήλ αντιλαμβάνεται πως οφείλει το ίδιο να έχει τη δική του αυτούσια πολιτική και όχι να δρα ως σύμμαχος των ΗΠΑ στην ευρύτερη αρένα.

1. Αποτυχία των πρώην συμμάχων να σεβαστούν το Ισραήλ

Το Ιράν και η Τουρκία, παρότι ωφελήθηκαν από τις ισραηλινές τεχνολογίες, τη στρατιωτική στήριξη και τις μυστικές συνεργασίες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όχι μόνο δεν διατήρησαν σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού αλλά επιπλέον επιχείρησαν να απονομιμοποιήσουν το Ισραήλ. Το Ιράν χαρακτηρίζει το Ισραήλ ως «σιωνιστικό καρκίνωμα», ενώ η Τουρκία, με τον πρόεδρο Ερντογάν, έχει προσφέρει βήμα στη Χαμάς και υιοθετεί τη ρητορική περί «ισραηλινής κατοχής».

2. Γεωστρατηγική ανάδειξη της Τουρκίας ως επεκτατικής δύναμης

Η Τουρκία του 21ου αιώνα έχει εγκαταλείψει τη θέση της ως σταθεροποιητικού παράγοντα. Εμπλέκεται στρατιωτικά στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη και ασκεί πίεση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η απόπειρα δημιουργίας ναυτικής ζώνης με τη Λιβύη και η εργαλειοποίηση των Τουρκοκυπρίων καθιστούν την Τουρκία ανταγωνιστή όχι μόνο για την Ελλάδα και την Αίγυπτο, αλλά και για το Ισραήλ. Η δε ύπαρξη της Τουρκίας στην Κύπρο απειλεί τον ζωτικό του χώρο και μια λύση στο Κυπριακό στη βάση της ΔΔΟ ή άλλης λύσης που θα δίνει δικαίωμα παρουσίας της Τουρκίας στο νησί δεν ευνοείται από το Ισραήλ.

3. Σύγκρουση στον άξονα Ιερουσαλήμ– Άγκυρας για την ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και στον αναδυόμενο αντι- Ισραήλ άξονα

Ο Ερντογάν επιδιώκει να προβληθεί ως παγκόσμιος ηγέτης του όχι μόνο του Σουνιτικού Ισλάμ αλλά και εκείνου του αντι- Ισραήλ άξονα που προσπαθεί να δημιουργηθεί μετά την επέμβαση του Ισραήλ στη Γάζα μετά την επίθεση της Χαμάς το 2023. Αυτή η ηγεμονική φιλοδοξία έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τα ισραηλινά συμφέροντα, ιδίως στην Ιερουσαλήμ, την οποία η Τουρκία χρησιμοποιεί ως σύμβολο για την κινητοποίηση μουσουλμανικών πληθυσμών, αραβικών χωρών αλλά και χριστιανικών ομάδων. Η επίθεση του Ισραήλ σε στελέχη της Χαμάς στο Κατάρ και η συνάντηση των μουσουλμανικών χωρών στην Ντόχα τον Σεπτέμβριο 2025, απέδειξε τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που θέλει να αναδειχθεί σε μέγιστη δύναμη στα Ισλαμικά Οικονομικά, να γίνει ξανά εμπιστεύσιμη από τους Άραβες μετά την υπόθεση Κασόνγκι, αλλά και να θέσει το Ισραήλ ως κοινό περιφερειακό εχθρό, ώστε να περιορίσει τις δυνατότητες αμφότερων του Ισραήλ αλλά και των ΗΠΑ που πλέον δεν βλέπουν την Τουρκία ως ανιδιοτελή σύμμαχο. Η εμπλοκή της Τουρκίας στα παλαιστινιακά ζητήματα, όχι για ανθρωπιστικούς λόγους αλλά για πολιτική εκμετάλλευση, εκλαμβάνεται στο Τελ Αβίβ ως ευθεία απειλή.

Το Ισραήλ δεν πρόκειται να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Εάν η Τεχεράνη πέσει, το Τελ Αβίβ θα αναγνωρίσει εγκαίρως την ανάγκη να αποτρέψει την Άγκυρα από το να καταλάβει το κενό ισχύος. Η νέα στρατηγική του Ισραήλ θα περιλαμβάνει:

Ενίσχυση των τριγωνικών συμμαχιών με Ελλάδα, Κύπρο και Αζερμπαϊτζάν, με στόχο την ενεργειακή συνεργασία και τη ναυτική αποτροπή.

Προώθηση σχέσεων με κουρδικά στοιχεία, ως τρόπο πίεσης στην τουρκική ενδοχώρα.

Ενεργητική διπλωματία στα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα και την Κεντρική Ασία, ώστε να απομονωθεί η τουρκική στρατηγική επιρροή.

Στοχευμένη αντιτρομοκρατική δράση, σε συνεργασία με συμμάχους των ΗΠΑ και των ΗΑΕ, κατά τουρκικών δικτύων χρηματοδότησης εξτρεμιστών.

Αναχαίτιση του νέου άξονα Αιγύπτου και Τουρκίας που τείνει να εγκλωβίσει θαλασσίως το Ισραήλ.

Επέμβαση του Ισραήλ στη Λιβύη με τη βοήθεια της Μοναρχίας του Μαρόκου.

Γεωστρατηγική Ανάλυση της Περιφερειακής Στρατηγικής του Ισραήλ και των Ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή

Η γεωπολιτική στρατηγική του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο διαμορφώνεται σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και ασταθές περιβάλλον, όπου η ενεργειακή ασφάλεια, ο έλεγχος των θαλάσσιων και χερσαίων διαδρόμων και η περιφερειακή αναδιάταξη ισχύος αποτελούν κεντρικούς άξονες. Η στρατηγική αυτή δεν περιορίζεται στο στενό περιφερειακό πλαίσιο, αλλά έχει σαφείς παγκόσμιες προεκτάσεις, επηρεάζοντας την παγκόσμια ναυτιλιακή οικονομία και το ενεργειακό ισοζύγιο. Στόχος του Ισραήλ είναι να αναδειχθεί σε κυρίαρχο περιφερειακό δρώντα, να μειώσει την εξάρτησή του από κρίσιμες θαλάσσιες αρτηρίες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο ή την απειλή ανταγωνιστικών δυνάμεων και να αποτρέψει ενδεχόμενες απειλές που προέρχονται από περιφερειακούς ανταγωνιστές, όπως το Ιράν, η Αίγυπτος και η Τουρκία.

Ο αγωγός Εϊλάτ–Ασκελόν και το ενεργειακό χαρτί

Στην καρδιά αυτής της στρατηγικής βρίσκεται το λιμάνι του Εϊλάτ στην Ερυθρά Θάλασσα, το οποίο αποτελεί κομβικό σημείο για τη διαμόρφωση ενός φυσικού χερσαίου διαδρόμου μεταφοράς εμπορευμάτων και ενεργειακών πόρων προς τη Μεσόγειο, μέσω του λιμένα του Ασκελόν. Η γεωγραφική θέση του επιτρέπει την παράκαμψη της Διώρυγας του Σουέζ και των Στενών του Άντεν, δύο από τα πιο στρατηγικά σημεία της παγκόσμιας ναυσιπλοΐας, μειώνοντας το κόστος μεταφοράς πετρελαίου κατά περίπου 40% και επιταχύνοντας τη διακίνηση προϊόντων κατά 30%. Ο αγωγός Εϊλάτ–Ασκελόν ενισχύει ακόμη περισσότερο αυτή τη δυναμική, καθώς επιτρέπει τη μεταφορά πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο μέσω ξηράς, μέσω της Σαουδικής Αραβίας, χωρίς την ανάγκη διέλευσης από θαλάσσιες οδούς που υπόκεινται σε γεωπολιτικές πιέσεις. Με αυτόν τον τρόπο, το Ισραήλ αποκτά ενεργειακή αυτάρκεια και τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως παγκόσμιος διαμετακομιστικός κόμβος, επηρεάζοντας άμεσα τις διεθνείς ενεργειακές ροές. Η σημασία αυτών των λιμένων αναδείχθηκε κατά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, όταν τόσο το λιμάνι του Ασκελόν όσο και το λιμάνι του Ασκόντ αποτέλεσαν βασικούς στόχους, αποδεικνύοντας την ευαλωτότητα της ισραηλινής ενεργειακής υποδομής και υπογραμμίζοντας τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ ενεργειακής στρατηγικής και εθνικής ασφάλειας.

Η Ερυθρά Θάλασσα και τα Στενά του Άντεν

Η σημασία της Ερυθράς Θάλασσας και ιδιαίτερα των Στενών του Άντεν για την ισραηλινή στρατηγική είναι επίσης καθοριστική. Περίπου το 20% του παγκόσμιου εμπορίου διέρχεται μέσω αυτών των υδάτων, γεγονός που καθιστά τον έλεγχό τους ζήτημα ύψιστης στρατηγικής σημασίας. Το Ισραήλ επιδιώκει να εδραιώσει στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, ξεκινώντας με τη δημιουργία στρατιωτικής βάσης στο Σουδάν, ώστε να επιβλέπει τις θαλάσσιες διαδρομές και να περιορίσει την επιρροή ανταγωνιστικών δυνάμεων, όπως το Ιράν. Για την πλήρη υλοποίηση αυτού του σχεδίου, απαιτείται η σταθεροποίηση της Υεμένης μέσω αλλαγής του πολιτικού της καθεστώτος, η εξουδετέρωση της στρατιωτικής ισχύος των Χούθι, που λειτουργούν ως προέκταση της ιρανικής ισχύος, καθώς και η επαναδραστηριοποίηση της εβραϊκής κοινότητας στην περιοχή, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα δίκτυο κοινωνικής και πολιτισμικής επιρροής. Η εξασφάλιση του ελέγχου στα Στενά του Άντεν θα ενισχύσει τη θέση του Ισραήλ ως παγκόσμιου διαχειριστή κρίσιμων εμπορικών και ενεργειακών ροών και θα του επιτρέψει να λειτουργήσει ως βασικός εταίρος των δυτικών δυνάμεων.

Μία ακόμη στρατηγική επιδίωξη του Ισραήλ είναι η διεθνοποίηση τριών κρίσιμων ναυτιλιακών περασμάτων: των Στενών του Χορμούζ, των Στενών του Άντεν και των Στενών των Δαρδανελίων. Μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (ΙΜΟ), το Ισραήλ στοχεύει να τεθούν τα περάσματα αυτά υπό διεθνή έλεγχο, περιορίζοντας τη δυνατότητα κρατών όπως το Ιράν και η Τουρκία να τα χρησιμοποιούν ως εργαλεία γεωπολιτικής πίεσης. Η διεθνοποίηση θα διασφαλίσει την ελεύθερη ροή εμπορευμάτων, θα ενισχύσει τη διεθνή ασφάλεια ναυσιπλοΐας και θα συμβάλει στη δημιουργία ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, στο οποίο το Ισραήλ θα διαδραματίζει κομβικό ρόλο.

 

 

Το «ανοικτό τετράγωνο» και η γεωπολιτική φιλοδοξία

Η ισραηλινή αντίληψη περί περιφερειακής ασφάλειας βασίζεται στην αρχή της λεγόμενης «πολιτικής του ανοικτού τετραγώνου», σύμφωνα με την οποία το Ισραήλ πρέπει να διασφαλίζει ότι σε κάθε γειτονική γεωγραφική περιοχή γύρω από το τετράγωνο της Μεσογείου αρχίζοντας από το Γιβραλτάρ ως τη Χάιφα θα υπάρχουν φιλικές ή συνεργατικές δυνάμεις που θα αποτρέπουν θαλάσσιες και εναέριες απειλές. Στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως βασικός ανταγωνιστής. Η ισραηλινή στρατηγική περιλαμβάνει την αποδυνάμωση της τουρκικής επιρροής στην Ανατολία, από το Ντενιζλί έως τη Χατούσα, καθώς και την ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης στην κατεχόμενη Κύπρο, με στόχο την ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω εδαφικής επέκτασης. Η επιδίωξη αυτή συνδέεται και με την πιθανή αλλαγή των δημογραφικών ισορροπιών μέσω εκτοπισμού τουρκικών πληθυσμών, γεγονός που θα αναδιαμορφώσει τις περιφερειακές ισορροπίες ισχύος και θα περιορίσει την ικανότητα της Άγκυρας να ασκεί θαλάσσια και αεροπορική πίεση στο Ισραήλ. Παράλληλα, το Ισραήλ στοχεύει σε μια ευρύτερη γεωπολιτική αναδιάταξη στον Λεβάντε. Η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, η εξουδετέρωση της Χεζμπολάχ και η μετάβαση του Ιράν σε κοσμικό καθεστώς αποτελούν κεντρικούς στόχους. Η επιτυχία αυτού του σχεδίου θα οδηγήσει στη διάλυση του σιιτικού άξονα που εκτείνεται από την Τεχεράνη έως τη Βηρυτό, περιορίζοντας την επιρροή της Ρωσίας και αποδυναμώνοντας τις δυνάμεις που αντιτίθενται στα δυτικά συμφέροντα στην περιοχή. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το Ισραήλ φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα νέο περιφερειακό σύστημα ασφαλείας, βασισμένο σε κοσμικά καθεστώτα. Συνολικά, η ισραηλινή στρατηγική είναι πολυεπίπεδη, συνδυάζοντας ενεργειακούς, οικονομικούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους. Η ανάπτυξη κρίσιμων υποδομών, όπως το λιμάνι του Εϊλάτ και ο αγωγός Εϊλάτ–Ασκελόν, σε συνδυασμό με την επιδίωξη ελέγχου στρατηγικών θαλάσσιων διαδρόμων, καθιστούν το Ισραήλ κεντρικό κόμβο παγκόσμιας εμπορικής και ενεργειακής διασύνδεσης. Παράλληλα, η προσπάθεια αναδιαμόρφωσης των περιφερειακών ισορροπιών και ανατροπής καθεστώτων στον Λεβάντε αναβαθμίζει τον ρόλο του Ισραήλ ως καθοριστικού δρώντα στην περιοχή. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή ενέχει υψηλούς κινδύνους, καθώς προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις από περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία και το Ιράν, και ενδέχεται να οδηγήσει σε κύματα αστάθειας που θα επηρεάσουν όχι μόνο τη Μέση Ανατολή, αλλά και το παγκόσμιο σύστημα. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του Ισραήλ να διατηρήσει ευέλικτες συμμαχίες, να διαχειριστεί τις αντιδράσεις και να εντάξει τη στρατηγική του σε ένα ευρύτερο διεθνές πλαίσιο ασφάλειας, το οποίο θα εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα χωρίς να αποσταθεροποιεί περαιτέρω την περιοχή.

Διαβάστε επίσης: Η γαλλική κρίση και το ντόμινο κινδύνου για την Ευρώπη

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ