Bloomberg: Η κάθε χώρα για τον εαυτό της εντός ΕΕ

Να γιατί απέτυχαν οι 27 στη διαπραγμάτευση με Τραμπ

Ορισμένοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι είχαν την ευθύνη για τις διαπραγματεύσεις της εμπορικής συμφωνίας της Κυριακής με τις ΗΠΑ, εκτιμούν ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε ήταν η λιγότερο κακή επιλογή που ήταν διαθέσιμη στην Ένωση, σύμφωνα με πηγές που είναι εξοικειωμένες με τη σκέψη τους τις οποίες επικαλείται το πρακτορείο Bloomberg.

Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι αυτή που διαχειρίζεται τα θέματα εμπορίου για λογαριασμό της ΕΕ, η συμφωνία μεταξύ της επικεφαλής της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία προβλέπει επιβολή δασμών 15% σε πολλές ευρωπαϊκές εισαγωγές, διαμορφώθηκε από τις εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες περιόρισαν τις δυνατότητες των διαπραγματευτών.

Το κύριο εμπόδιο που αντιμετώπισαν οι διαπραγματευτές της ΕΕ καθ' όλη τη διάρκεια των συνομιλιών ήταν ότι οι εθνικές κυβερνήσεις —και ιδιαίτερα αυτές του Βερολίνου και του Παρισιού— δεν ήταν διατεθειμένες να ρισκάρουν οικονομική ζημιά προκειμένου να πιέσουν τον Τραμπ να κάνει παραχωρήσεις. Η ίδια η φον ντερ Λάιεν δεν έπραξε πολλά για να αντισταθεί και εγκατέλειψε γρήγορα τον αρχικό στόχο της ΕΕ για μια αμοιβαία επωφελή και ισότιμη συμφωνία.

Η ίδια χαρακτήρισε τη συμφωνία ως "το καλύτερο που μπορούσαμε να πετύχουμε."

Οι Ευρωπαίοι πρέσβεις ενημερώθηκαν πριν από μία εβδομάδα ότι στην ουσία είχαν δύο επιλογές: είτε να αποδεχθούν τους δασμούς 15% που πρότεινε ο Τραμπ, είτε να αντιδράσουν, σύμφωνα με άτομα που είναι εξοικειωμένα με τις συνομιλίες. Ωστόσο, οι πρέσβεις προειδοποιήθηκαν ότι για να αντιδράσουν αποτελεσματικά, η Ένωση θα έπρεπε να είναι ενωμένη και έτοιμη να υποστεί πόνο. Αλλά δεν ήταν ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Τελικά, η ΕΕ είναι αδύναμη, είπε μία από τις πηγές, διότι δεν είναι ούτε ενωμένη ούτε στρατηγικά προσανατολισμένη σε έναν κόσμο όπου η ισχύς μετράει.

Η ΕΕ έχει θέσει ως κεντρικούς στόχους την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της, την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς και την ολοκλήρωση εμπορικών συμφωνιών ως αντίδραση στους δασμούς του Τραμπ. Η επίτευξη όμως αυτών των στόχων απαιτεί επίσης τη συνεργασία των κρατών-μελών, κάτι που συχνά δεν επιτυγχάνεται.

Οι εμπορικές συμφωνίες συμφωνούνται, αλλά στη συνέχεια συχνά δεν υιοθετούνται, τολμηρά σχέδια προτείνονται, αλλά οι αξιωματούχοι στερούνται τους απαραίτητους πόρους για να τα υλοποιήσουν, ενώ πρωτοβουλίες πολιτικής ρευστοποιούνται μέσα σε ατέλειωτες συζητήσεις.

Την Κυριακή, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μέερτς χαιρέτισε τη συμφωνία με τις ΗΠΑ, λέγοντας ότι η ενότητα των κρατών-μελών της ΕΕ απέδωσε καρπούς. Ο Γάλλος υπουργός Εμπορίου, Λοράν Σεντ-Μαρτέν, δήλωσε τη Δευτέρα ότι οι αξιωματούχοι της ΕΕ θα πρέπει να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σύντομα για να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τους όρους της συμφωνίας.

"Δεν θέλω να μείνουμε σε ό,τι συνέβη χθες", είπε στο ραδιόφωνο της France Inter. "Αυτό θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε πως η Ευρώπη δεν είναι οικονομική δύναμη".

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικεντρώθηκαν στην υπεράσπιση των εθνικών τους συμφερόντων, αντί να σχηματίσουν μια ισχυρή ευρωπαϊκή θέση, ενώ έψαχναν λύσεις που θα μείωναν τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους για τις βασικές τους βιομηχανίες.

Αυτό εν μέρει οφείλεται στις πολιτικές αδυναμίες της Γερμανίας και της Γαλλίας, όπου τόσο ο Μέρτς όσο και ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αντιμετωπίζουν απειλή από τους (ακρο)δεξιούς λαϊκιστές, οι οποίοι είναι έτοιμοι να εκμεταλλευτούν οποιοδήποτε πλήγμα στην οικονομία. Εν μέρει, αφο΄ρ και τις ανησυχίες για την εξάρτηση τους από τις ΗΠΑ σε θέματα ασφάλειας και την ανησυχία ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να απαντήσει σε εμπορικές πιέσεις μειώνοντας την υποστήριξη προς την Ουκρανία στον αγώνα της κατά της ρωσικής εισβολής.

Η Γαλλία πίεσε για την ενεργοποίηση του εργαλείου κατά της εκβίασης της ΕΕ —ένα ευρύ εργαλείο που θα επέτρεπε στην Ένωση να επιβάλει μέτρα κατά των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών και υπηρεσιών— και η Γερμανία επέμεινε ότι όλες οι επιλογές ήταν ανοιχτές. Ωστόσο, παρασκηνιακά, οι απαιτήσεις τους αδυνάτιζαν τη διαπραγματευτική θέση της ΕΕ.

Η στρατηγική της ΕΕ για να αποτρέψει τις ΗΠΑ από την κλιμάκωση των δασμών επικεντρώθηκε σε δύο λίστες αμερικανικών προϊόντων αξίας σχεδόν 100 δισ. δολαρίων, που θα πλήττονταν σε περίπτωση αντίποινων.

Τον Απρίλιο, υπό πίεση από τα κράτη-μέλη, η Επιτροπή συμφώνησε να αναστείλει τις εργασίες για την πρώτη από αυτές τις λίστες, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν τη διαδικασία. Κάποιοι από αυτούς και ορισμένες κυβερνήσεις υποστήριξαν ότι μια τέτοια μετρημένη προσέγγιση θα δημιουργούσε καλή θέληση και θα συνέβαλλε σε μια καλύτερη έκβαση. Άλλοι αξιωματούχοι πίστευαν ότι η ΕΕ απλώς αδυνάτιζε τη διαπραγματευτική της θέση.

Αυτή η πρακτική στις σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ υπήρχε και πριν από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Όταν η ΕΕ διαπραγματευόταν τους δασμούς χάλυβα με την κυβέρνηση Μπάιντεν, η Ένωση αφαίρεσε όλα τα αντίμετρα, ενώ οι ΗΠΑ κράτησαν κάποιους από τους δασμούς τους, ενώ παρόμοιες προειδοποιήσεις από κάποιους αξιωματούχους του εμπορίου μέσα στην Επιτροπή αγνοήθηκαν.

Αυτή τη φορά, οι αξιωματούχοι της Επιτροπής αντιμετώπισαν έναν σωρό απαιτήσεων από τα κράτη-μέλη για να αφαιρέσουν είδη από τη λίστα των αγαθών που θα πλήττονταν ως αντίποινα, με τα περισσότερα αιτήματα να προέρχονται από εθνικές ανησυχίες και όχι από την επιθυμία να σχηματιστεί μια ενιαία ευρωπαϊκή θέση. Η Γαλλία ήθελε να εξαιρεθούν τα αμερικανικά ποτά λόγω της ανησυχίας ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να απαντήσει με δασμούς στη σαμπάνια και το κρασί.

Εάν η Επιτροπή είχε αποδεχτεί όλα αυτά τα αιτήματα, οι λίστες θα είχαν αδειάσει εντελώς, δήλωσαν οι πηγές.

Η Γερμανία ακολούθησε παρόμοια προσέγγιση. Ο Μέρτς επανειλημμένα ζήτησε μια γρήγορη και απλή συμφωνία χωρίς να προσδιορίσει σαφώς τι εννοούσε με αυτό, ενώ παρασκηνιακά παραπονέθηκε για την πολυπλοκότητα των λεπτομερειών.

Η προστασία των γερμανικών κατασκευαστών αυτοκινήτων ήταν κεντρική στα αιτήματα του Βερολίνου. Ένα σχέδιο που εκπόνησε η αυτοκινητοβιομηχανία και προώθησαν οι γερμανικές αρχές θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανακούφιση από τους δασμούς για τις εταιρείες σε αντάλλαγμα για επενδύσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αν είχε υιοθετηθεί μια τέτοια μηχανισμός, θα διακινδύνευε την απομάκρυνση θέσεων εργασίας και επενδύσεων από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ.

Η ΕΕ επίσης αντιμετώπισε εντατική πίεση από εταιρείες που ήθελαν μια συμφωνία μέχρι την προθεσμία της 1ης Αυγούστου, σύμφωνα με τις πηγές.

Πριν από τη συνάντηση της Κυριακής, το Παρίσι υπενθύμισε στην Επιτροπή να μην υποχωρήσει στις κόκκινες γραμμές της, οι οποίες περιλάμβαναν περιορισμό της πρόσβασης στην αγορά για πολλά αγροτικά προϊόντα και τη διατήρηση της κανονιστικής αυτονομίας.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή, οι Γάλλοι αξιωματούχοι ενθάρρυναν την ομάδα της φον ντερ Λάιεν να εξασφαλίσει μια καλή συμφωνία για τη βιομηχανία κρασιού τους.

Πηγή: capital.gr

Διαβάστε επίσης: «Το μικρότερο κακό»: Ανακούφιση από τις επιχειρήσεις για τη συμφωνία της ΕΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ