Συνέντευξη στον Ξένιο Μεσαρίτη
Ο Κυριάκος Ιορδάνους μιλά στο Economy Today για την ανάγκη γρήγορης και ουσιαστικής μεταφοράς του Eυρωπαϊκού Κανονισμού για τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στο κυπριακό δίκαιο, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του ως φίλτρο προστασίας και όχι περιορισμού. Ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΛΚ τοποθετείται με σαφήνεια υπέρ της θέσπισης ξεκάθαρων διαδικασιών, τονίζει τη σημασία του ρυθμιστικού πλαισίου για την ενίσχυση της διεθνούς αξιοπιστίας της Κύπρου – αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος - και εξηγεί γιατί η επιλογή αρμόδιας αρχής πρέπει να διασφαλίζει ανεξαρτησία και αμεροληψία.
Διαβάστε ολόκληρο το Τεύχος του Economy Today για τον Μηχανισμό Ελέγχου των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων
Ο ΣΕΛΚ έχει εκφραστεί θετικά υπέρ της ανάγκης υιοθέτησης του μηχανισμού ελέγχου ΑΞΕ. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κύρια οφέλη από τη θεσμοθέτηση ενός τέτοιου πλαισίου για την Κύπρο; Πώς θα ενισχυθεί η φήμη και η αξιοπιστία της χώρας;
Είναι γεγονός ότι από την αρχή, ο ΣΕΛΚ τόσο δημόσια όσο και στην Βουλή των Αντιπροσώπων τάχθηκε υπέρ της νομοθετικής ρύθμισης του θέματος αυτού, στη βάση του σχετικού Ευρωπαϊκού Κανονισμού, δηλώνοντας παράλληλα την ετοιμότητά του να συνδράμει το ΥπΟΙΚ στο πλαίσιο της διαβούλευσης για την ετοιμασία των σχετικών νομοσχεδίων. Έχουμε επίσης απευθυνθεί γραπτώς στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Υπουργό Οικονομικών και στην Υφυπουργό παρά τω Προέδρω, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της μεταφοράς σε εθνική νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων. Θεωρούμε ότι, με τον τρόπο αυτό, ενισχύεται το κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο και το καθεστώς συμμόρφωσης γύρω από τον ευαίσθητο και απαραίτητο τομέα των εισερχόμενων επενδύσεων, ο οποίος την ίδια στιγμή όμως, βρίσκεται κάτω από το μικροσκόπιο διεθνών φορέων και Oργανισμών για την καταλληλότητα και νομιμότητα των επενδυτών. Επειδή ο Κανονισμός ενσκήπτει επί της κρατικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, η σημασία της ρύθμισης του πλαισίου γίνεται ακόμα πιο σημαντική. Τέλος, η ρύθμιση του πλαισίου αυτού θα ενισχύσει τη φήμη και την αξιοπιστία της χώρας σε διεθνές επίπεδο, μετά της πληγές του πρόσφατου παρελθόντος, για την ποιότητα και την αξιοπιστία των επενδυτών που θα έρθουν στην Κύπρο, ενώ μέσα από αυστηρές αλλά ευέλικτες και αντι-γραφειοκρατικές διαδικασίες θα ωφεληθεί η ελκυστικότητα και η ανταγωνιστικότητα της Κύπρου ως επενδυτικός προορισμός.
Έχετε εκφράσει προβληματισμό για τον ορισμό του Υπουργείου Οικονομικών ως αρμόδια Αρχή. Ποια είναι τα ενδεχόμενα θεσμικά ή πρακτικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από τη σύνδεση της αρμόδιας Αρχής με φορείς προσέλκυσης επενδύσεων;
Όπως απορρέει από το κείμενο του Κανονισμού (Ε.Ε.) 2019/452, το αρμόδιο αυτό όργανο θα πρέπει να καλύπτεται από τις Αρχές της Ανεξαρτησίας και της Αμεροληψίας. Συνεπώς θα ήταν ασφαλέστερο αν η αρμόδια αρχή αποτελούσε ξεχωριστό όργανο, το οποίο να μην είχε οποιαδήποτε σχέση με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων ή τον καθορισμό κριτηρίων και πολιτικών που να διέπουν τις επενδύσεις αυτές, όπως είναι το Υπουργείο Οικονομικών. Κινούμενοι εντός του πιο πάνω πλαισίου, εισηγηθήκαμε όπως επανεξεταστεί η ορισθείσα στο νομοσχέδιο αρμόδια Αρχή, είτε με τη σύσταση ξεχωριστής ανεξάρτητης τέτοιας Αρχής, είτε τον ορισμό άλλου οργάνου, όπως π.χ. το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας ως αρμόδια Αρχή. Εν πάση περιπτώσει, η τελική απόφαση εναπόκειται στην ίδια την κυβέρνηση.
Ποια πιστεύετε πρέπει να είναι η σύνθεση και ο ρόλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής που θα συνδράμει στην εφαρμογή του μηχανισμού ελέγχου ΑΞΕ και ποιοι φορείς ιδανικά θα πρέπει να την αποτελούν;
Ο ορισμός των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής εναπόκειται επίσης στο Κράτος, ως εκ τούτου, ο δικός μας ρόλος περιορίζεται σε υποβολή εισηγήσεων. Εφαρμόζοντας το γράμμα του Κανονισμού σε σχέση με τον σκοπό του, που είναι η ασφάλεια και η δημόσια τάξη στη Δημοκρατία, υποβάλαμε την εισήγηση όπως χρήσιμα μέλη στη Συμβουλευτική Επιτροπή θα μπορούσαν να ήταν (εφόσον το επιθυμούσαν και οι ίδιοι) η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) και η ΜΟΚΑΣ, με το σκεπτικό ότι αμφότερες οι υπηρεσίες αυτές διαχειρίζονται σημαντικές πληροφορίες, συναφείς με την ασφάλεια της χώρας.
Εισηγηθήκατε ευθυγράμμιση με την έννοια του «Πραγματικού Δικαιούχου» όπως ορίζεται στον Νόμο για την Καταπολέμηση Νομιμοποίησης Εσόδων. Πόσο κρίσιμο είναι αυτό για την ευρύτερη συνέπεια του κανονιστικού πλαισίου; Τι κινδύνους βλέπετε στην απόκλιση ορισμών;
Κατά την άποψή μας και ενεργώντας ως Εποπτική Αρχή δυνάμει της νομοθεσίας για το ξέπλυμα παράνομου χρήματος, θα ήταν χρήσιμο και λειτουργικό αν υπήρχε κοινή συνισταμένη σε ό,τι αφορά την ερμηνεία των διάφορων ορισμών που αναφέρονται σε διάφορους νόμους, για σκοπούς ομοιομορφίας, καλύτερης κατανόησης και αποφυγής παρεξηγήσεων. Ως εκ τούτου, προτείναμε όπως ο ορισμός του Πραγματικού Δικαιούχου στο υπό αναφορά νομοσχέδιο να είναι ο ίδιος με τον αντίστοιχο ορισμό για το ίδιο πρόσωπο με τη νομοθεσία για την Παρεμπόδιση και Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, εφαρμόζοντας έτσι τον ορισμό του Πραγματικού Δικαιούχου (Ultimate Beneficial Owner). Είναι σημαντικό να υπάρχει συνοχή μεταξύ νόμων που στο τέλος της ημέρας, εξυπηρετούν παρόμοιους σκοπούς.
Εισηγηθήκατε την εισαγωγή ελάχιστων ορίων επένδυσης, οριζόντιων ή τομεακών. Ποια θα μπορούσε να είναι αυτά τα όρια και πώς μπορεί αυτό να περιορίσει τη γραφειοκρατία και να προστατέψει τη ρευστότητα του μηχανισμού;
Πράγματι και ένεκα του γεγονότος ότι επιτρέπεται από τον Κανονισμό, έχουμε εισηγηθεί όπως υπάρξει ελάχιστο ποσό επένδυσης ως σημείο εκκίνησης της διαδικασίας ελέγχου και αφετέρου, σε τομείς όπου de facto απαιτούνται πολύ περισσότερα κεφάλαια επένδυσης, να καθοριστούν εύλογα όρια, έτσι ώστε να λειτουργήσει ομαλά και με λογική ο μηχανισμός ελέγχου.
Στην περίπτωση όπου τα οικονομικά όρια παραμείνουν χαμηλά, όπως και το ποσοστό συμμετοχής του Πραγματικού Δικαιούχου, τότε διατρέχουμε τον κίνδυνο να καταστεί ιδιαίτερα βεβαρημένη και γραφειοκρατική η όλη διαδικασία ελέγχου, καθιστώντας τη χώρα μη ελκυστική και απαγορευτική σε ξένους επενδυτές για δραστηριοποίηση, στερώντας έτσι απαραίτητα κεφάλαια για ενδυνάμωση και περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της οικονομίας στην Κύπρο, γενικότερα. Ο σκοπός του Κανονισμού δεν είναι να αποστερήσει ή να ακυρώσει τις ξένες επενδύσεις, αλλά να επιτρέψει την κάθοδο σοβαρών, υγιών και ωφέλιμων επενδυτικών προτάσεων και συμμετοχών. Ως ελάχιστο ποσό επένδυσης για σκοπούς της νομοθεσίας σε ό,τι αφορά στις διατομεακές/γενικές επενδύσεις, προτείναμε το ποσό στα €3,5εκ, για να συνάδει επίσης με την πρόνοια του άρθρου 3(2) του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 2014 (Ν.83(Ι)/2014). Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται περαιτέρω το περιβάλλον για την προστασία του ανταγωνισμού, καθώς και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι παράλληλα αντιληπτό ότι, λόγω και των ιδιαιτεροτήτων που πιθανόν να υπάρχουν σε επιμέρους τομείς και κλάδους (πχ ναυτιλία, αεροπλοΐα, υγεία, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες) είναι δυνατό να απαιτηθούν πολύ περισσότερα χρήματα για βασικές επενδύσεις. Ως εκ τούτου, προτείναμε όπως καθοριστούν επιμέρους ελάχιστα ποσά επένδυσης για εξειδικευμένους τομείς/κλάδους, αφού προηγουμένως διεξαχθεί ανάλυση αντικτύπου.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, ο έλεγχος μπορεί να φτάσει μέχρι 15 μήνες μετά την πραγματοποίηση μιας επένδυσης. Υπάρχει κίνδυνος να τεθούν σε αμφισβήτηση επενδύσεις που έχουν ήδη προχωρήσει;
Όπως προβλέπει ο Κανονισμός, προκειμένου να προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια στους επενδυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις και η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει γνώμη σε σχέση με πραγματοποιηθείσες επενδύσεις που δεν τελούν υπό έλεγχο για διάστημα περιοριζόμενο σε 15 μήνες μετά την πραγματοποίηση της άμεσης ξένης επένδυσης. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει το δικαίωμα και την εξουσία να ελέγξει αυτεπάγγελτα, με έμμεσο τρόπο, διά της έκδοσης Γνώμης, οποιαδήποτε επένδυση και αν διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και η διαδικασία μέχρι και 15 μήνες, να θέσει με καίριο τρόπο τις απόψεις της με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την τήρηση της Αρχής του Κράτους Δικαίου. Από τη στιγμή που ο Κανονισμός (Ε.Ε.) 2019/452 δημοσιεύθηκε στις 19/3/2019 και βρίσκεται σε ισχύ από τις 11/10/2020 και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν τον έχει μεταφέρει ακόμα σε εθνικό δίκαιο, είμαι της άποψης ότι ο κίνδυνος τυχόν αμφισβήτησης πραγματοποιηθεισών επενδύσεων δεν είναι θεωρητικός.
Προτείνατε τη λεπτομερή καταγραφή της διαδικασίας υποβολής, αξιολόγησης και έγκρισης επενδύσεων. Πώς εκτιμάτε ότι η ύπαρξη ξεκάθαρων βημάτων θα ενισχύσει την προβλεψιμότητα και την αποδοτικότητα του μηχανισμού και ποια προηγούμενα παραδείγματα θέλετε να αποφύγετε; Πού πρέπει να ισορροπήσει η χώρα ανάμεσα στην προστασία εθνικών συμφερόντων και την προσέλκυση επενδύσεων ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό εξάρτησης της κυπριακής οικονομίας από τις ξένες επενδύσεις;
Έχοντας νωπό το πάθημα αν θέλετε από προηγούμενα σχέδια επενδύσεων που λειτούργησαν στη Δημοκρατία, θεωρούμε ότι, είναι φρονιμότερο να υπάρχει καταγραμμένη και δημοσιοποιημένη ολόκληρη η διαδικασία υποβολής, αξιολόγησης και έγκρισης επενδύσεων. Αυτό θα ενισχύσει σημαντικά αφενός τη διαφάνεια και το αδιάσειστο της διαδικασίας και από την άλλη, η εικόνα που θα εκπέμπει η χώρα θα είναι ενός προηγμένου, φιλικού προς τους επενδυτές και λειτουργικού επενδυτικού χώρου, χωρίς εκπλήξεις ή άλλες τυχόν σκιές. Ασφαλώς ενισχύεται η προβλεψιμότητα, σαφήνεια και καθαρότητα για όσους επενδυτές επιθυμήσουν να δραστηριοποιηθούν στην Κύπρο, κάτι που αναμένεται να ελκύσει επιχειρήσεις και επενδυτές καλύτερης ποιότητας.
Η ισορροπία ανάμεσα στην προστασία εθνικών συμφερόντων και στην προσέλκυση επενδύσεων για διεύρυνση του μεγέθους της οικονομίας είναι μια άσκηση που χρήζει ευλαβικής προσοχής. Συνεπώς, όσο πιο ξεκάθαρη είναι η διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης επενδύσεων και όσο πιο θελκτική φαντάζει η Κύπρος στο διεθνές οικονομικό στερέωμα για σοβαρές και ποιοτικές επενδύσεις, τότε διατηρούνται οι ισορροπίες και ευεργετείται το οικονομικό οικοδόμημα της χώρας.
Πώς εκτιμάτε ότι η εισαγωγή του μηχανισμού ελέγχου ΑΞΕ θα επηρεάσει πρακτικά το λογιστικό επάγγελμα, τόσο σε επίπεδο διοικητικού φόρτου όσο και ευθυνών/υποχρεώσεων συμμόρφωσης;
Καταρχάς θα ήθελα να επαναλάβω ότι, τασσόμαστε υπέρ τής όσο τον δυνατόν γρηγορότερης εναρμόνισης με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο τού εν λόγω Κανονισμού. Ενδεχομένως να είμαστε από τα τελευταία, αν όχι το τελευταίο Κράτος Μέλος που παρουσιάζει αυτήν την εκκρεμότητα.
Για το λογιστικό επάγγελμα, η εφαρμογή του Κανονισμού θα προσφέρει ένα πρόσθετο φίλτρο προστασίας στην επιλογή και στην ανάληψη πελατών/επενδυτών, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων τους για εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας. Ο μηχανισμός αυτός θα είναι συμπληρωματικός στα όσα οι επαγγελματίες εφαρμόζουν, ελαχιστοποιώντας ίσως τυχόν λανθασμένες επιλογές και προστατεύοντας τους από τυχόν νομικούς ή πειθαρχικούς κινδύνους. Παράλληλα, ενδεχομένως να χρειαστεί να διαφοροποιήσουν τα ελεγκτικά τους προγράμματα έτσι ώστε να υπάρχει έλεγχος για συμμόρφωση με τον Κανονισμό και τη νομοθεσία, εφόσον ψηφισθεί, απαιτώντας τη συμπερίληψη στις εκθέσεις τους ή/και στις οικονομικές καταστάσεις των πελατών τους σχετικών αναφορών. Σε γενικές γραμμές, δεν αναμένεται να επιφέρει περισσότερο φόρτο, αντιθέτως, θα μπορούσε να αποτελέσει μια νέα ευκαιρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών.