Επιτυχία ή ταπείνωση για την ΕΕ η εμπορική συμφωνία με τον Τραμπ;

Η διπλή ανάγνωση της συμφωνίας ΕΕ - ΗΠΑ ή πώς οι δασμοί Τραμπ που αποδέχθηκαν οι Βρυξέλλες μπορούν να έχουν πολύ πιο μακροπρόθεσμο και πολυεπίπεδο αντίκτυπο

Η συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ σε σχέση με τους δασμούς και την εμπορική πολιτική μεταξύ των δύο μεγάλων οικονομιών μοιάζει σαν το νόμισμα που έχει δύο όψεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η καλή και η κακή όψη.

Η δασμολογική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ, αναμφισβήτητα βάζει τέλος σε μια περίοδο αβεβαιότητας και σεναριολογίας για την Ευρώπη. Και τίποτα από τα δύο δεν είναι καλό για την οικονομία.

Από την άλλη, όμως, η Ευρωπαϊκή Ενωση υπέστη μια ταπείνωση που υπονομεύει το μέλλον της, όπως γράφει απερίφραστα το Bloomberg, και μάλιστα ακόμη και αφού περάσει το σοκ των δασμών.

Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί για την εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ που συμφωνήθηκε την Κυριακή -τουλάχιστον όσον αφορά το κομμάτι των εμπορικών σχέσεων- είναι ότι θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερη. Και αυτό, με το σκεπτικό ότι ο δασμός 15% που θα επιβάλλει από εδώ και πέρα η Αμερική σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές εισαγωγές είναι ο μισός από το  30% που είχε απειλήσει να επιβάλει ο Τραμπ από την 1η Αυγούστου.

Επίσης, δεν είναι υψηλότερος από τους βασικούς δασμούς που επιβάλλονται σε πολλούς άλλους εμπορικούς εταίρους, επομένως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υποστεί μικρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

Από την άλλη, σίγουρα, οι νέοι φόροι είναι ένα πλήγμα, όμως, σε κάθε περίπτωση βάζει ένα τέλος στην αβεβαιότητα που έχει πλήξει το διατλαντικό εμπόριο όλο το πρώτο επτάμηνο του έτους.

«Δημιουργούμε μεγαλύτερη προβλεψιμότητα για τις επιχειρήσεις μας. Αυτό είναι απαραίτητο για να σχεδιάζουν και να επενδύουν οι εταιρείες μας », δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, βάζοντας τον θετικό τόνο στη συμφωνία.

Μεγάλη κουβέντα…

Ωστόσο, δεν κρύβεται ότι αυτή ήταν μία κάκιστη συμφωνία για την ΕΕ. Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησε σε δασμό 10%, οι Βρυξέλλες επέμεναν ότι δεν θα δέχονταν ποτέ τόσο ταπεινωτικούς όρους.

Ομως, όπως λέει ο λαός, «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις». Πολύ γρήγορα έφταση η ώρα που η ΕΕ δεν κατάφερε καν το διαπραγματευτεί επί της ουσίας.

Η Goldman Sachs αναφέρει ότι το πλήγμα για την οικονομία της ευρωζώνης από τη συμφωνία θα είναι περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2026. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η συμφωνία σηματοδοτεί ένα ορόσημο στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ που είναι πιθανό να έχει συνέπειες που θα αντηχούν πολύ μετά την έναρξη ισχύος των δασμών.

Η συμφωνία τερματίζει 80 χρόνια προόδου προς τη μείωση των διατλαντικών εμπορικών φραγμών και την εμβάθυνση των οικονομικών δεσμών.

Αυτές οι προσπάθειες είχαν ξεκινήσει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η Ευρώπη και οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να μετριάσουν τη ζημιά που προκλήθηκε από το καταστροφικό πείραμα προστατευτισμού της Αμερικής στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, το οποίο, βάσει του νόμου περί δασμών Smoot-Hawley του 1930, είχε αυξήσει τους μέσους δασμούς των ΗΠΑ στο 24%.

Η απάντηση ήταν η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) του 1947, μια πρωτοβουλία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της Ευρώπης για τη δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου συστήματος βασισμένου σε κανόνες. Τις επόμενες δεκαετίες, νέες χώρες εντάχθηκαν σε αυτό το σύστημα, οι δασμοί μειώθηκαν και η GATT μετατράπηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Το αποκορύφωμα των εμπορικών σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ ήρθε το 2013 με την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία μιας Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP).

Αυτή θα ήταν η πιο φιλόδοξη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που είχε δει ποτέ ο κόσμος, σχεδιασμένη να άρει τα μη δασμολογικά εμπόδια στο εμπόριο σε τομείς όπως τα πρότυπα τροφίμων, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τα φαρμακευτικά προϊόντα και οι δημόσιες συμβάσεις.

Η «παράδοση»

Η TTIP κατέρρευσε μετά το Brexit, την πρώτη εγκατάσταση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και την απροθυμία και των δύο πλευρών να εγκαταλείψουν την κανονιστική αυτονομία σε ευαίσθητους τομείς όπως τα χρηματοοικονομικά και η γεωργία.

Αλλά οι διατλαντικές προσπάθειες για την επιδίωξη πιο περιορισμένης απελευθέρωσης του εμπορίου συνεχίστηκαν. Για παράδειγμα, υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν, η ΕΕ και οι ΗΠΑ ίδρυσαν ένα Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας για να συνεργαστούν σε θέματα που σχετίζονται με το εμπόριο και να εμβαθύνουν τις διατλαντικές αλλαγές.

Λίγοι θα μπορούσαν τότε να φανταστούν την υποχώρηση στην οποία συμφώνησε η ΕΕ την Κυριακή.

Και πέρα από τους δασμούς που επιβλήθηκαν, η συμφωνία φαίνεται να διαλύει τις ελάχιστες κατά ορισμένους ελπίδες για την κατάργηση των μη δασμολογικών φραγμών που αποτελούν μια τόσο μακροχρόνια πηγή τριβής.

Η μόνη διαπραγματευτική επιτυχία της ΕΕ ήταν η σταθερή στάση της απέναντι στις εκφοβιστικές απαιτήσεις του Τραμπ για αναθεώρηση των ευρωπαϊκών κανόνων για τη γεωργία και τις ψηφιακές υπηρεσίες, παρόλο που αυτές οι αλλαγές ήταν εν πολλοίς ό, τι πρωτίστως ήθελαν πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις ήθελαν από μια εμπορική συμφωνία πάνω. Αντί για αυτό, βρέθηκαν αντιμέτωπες με τα χειρότερα και στην ΕΕ και στις ΗΠΑ: υψηλότερους φόρους στις εισαγωγές και καμία βελτιωμένη πρόσβαση στην αγορά.

Η ιστορία δείχνει ότι θα μπορούσαν να περάσουν χρόνια, αν όχι δεκαετίες, πριν η ζυγαριά γείρει προς το ελεύθερο εμπόριο. Ο Τραμπ ήδη καυχιέται για τα αυξημένα έσοδα από τους δασμούς, τα οποία η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα συμβάλουν σημαντικά στη μείωση του τρομακτικού ελλείμματος των 3,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που που κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την αμερικανική οικονομία.

Πληγωμένο κύρος και εμπιστοσύνη

Η ορθόδοξη απάντηση στους υψηλότερους δασμούς των ΗΠΑ θα ήταν η ΕΕ να επιδιώξει να μειώσει τα εμπόδια στο εμπόριο τόσο σε αγορές εκτός των συνόρων της όσο και εντός, κάτι στο οποίο αναφέρθηκε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Αυτό, όμως, δεν εξαλείφει τον κίνδυνο η συνθηκολόγηση -όπως φαίνεται- της ΕΕ με τον Τραμπ να έχει πλήξει το κύρος των Βρυξελλών και την εμπιστοσύνη των χωρών στην κυρίαρχη πολιτική της Κομισιόν, με τρόπο που θα μπορούσε να υπονομεύσει την υποστήριξη για το ελεύθερο εμπόριο και τη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εντός της ΕΕ. Ήδη τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα της Ευρώπης επισημαίνουν τη συμφωνία ως απόδειξη ότι η ΕΕ δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα.

Εν τω μεταξύ, η ιδέα ότι η ΕΕ είναι ένα «εύκολη», αποδυναμώνει το κύρος και την επιρροή που θα μπορούσε να έχει σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις.

Ακόμη, μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλούσε για τις δυνατότητες μιας στιγμής «παγκόσμιου ευρώ». Αλλά η αντίληψη ότι η ΕΕ δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα δικά της συμφέροντα υπονομεύει τις αξιώσεις της ως γεωπολιτικού παράγοντα, κάτι που είναι κλειδί για έναν μεγαλύτερο παγκόσμιο ρόλο για το ευρωπαϊκό νόμισμα.

Πηγή: ot.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ