ΗΠΑ - ΕΕ: Μια ασταθής εμπορική συμφωνία με μεγάλες προσδοκίες

Η συμφωνία ΗΠΑ–ΕΕ για το εμπόριο, με φιλόδοξες αλλά ασαφείς δεσμεύσεις, εγείρει αμφιβολίες και επιδεινώνει τις διατλαντικές σχέσεις, αποκαλύπτοντας τις γεωπολιτικές και οικονομικές αδυναμίες της Ευρώπης

Η νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ θυμίζει περισσότερο μια φαντασίωση παρά ένα ρεαλιστικό διμερές πλάνο. Όπως ο Γουόλτερ Μίτι, ο ήρωας του Τζέιμς Θέρμπερ, που δραπέτευε από την καθημερινότητά του με έντονες φαντασιώσεις, έτσι και οι Ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν να επενδύουν ελπίδες σε κάτι εξαιρετικά αβέβαιο. Η αναφορά στον χαρακτήρα του Μίτι υπογραμμίζει την απόσταση ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ρητορική και την πραγματικότητα της συμφωνίας που πέτυχε ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με άρθρο του Mike O’Sullivan στο Forbes.

Η συμφωνία περιλαμβάνει υποσχέσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων σε επενδύσεις και αγορές ενέργειας από τις ΗΠΑ, χωρίς όμως να ξεκαθαρίζεται πώς και πότε αυτές θα υλοποιηθούν. Σε συνδυασμό με τον προστατευτισμό της αμερικανικής πολιτικής και τους δασμούς που παραμένουν σε βασικά ευρωπαϊκά προϊόντα, το πλαίσιο της συμφωνίας δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.

Δασμοί, εξαιρέσεις και αβεβαιότητα

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, οι δασμοί 15% παραμένουν για τις περισσότερες εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, επιβαρύνοντας τελικά τον Αμερικανό καταναλωτή. Οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες δεν φαίνεται να αντιδρούν έντονα, ωστόσο οι λεπτομέρειες για άλλους κλάδους –όπως ο χάλυβας, τα φαρμακευτικά προϊόντα και τα ποτά– παραμένουν αδιευκρίνιστες. Αν οι δασμοί στα φάρμακα παραμείνουν στο 15%, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί θετική εξέλιξη.

Από πολιτικής άποψης, η ΕΕ παρουσιάζει τη συμφωνία ως το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε μια περίοδο γεωπολιτικής πίεσης. Παρά τις δημόσιες ενστάσεις, κυρίως από τον Γάλλο πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού, αυτές φαίνεται να απευθύνονται περισσότερο στο εσωτερικό κοινό παρά στις ευρωπαϊκές αρχές.

Εσωτερικές τριβές και ρεαλισμός

Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αν και όχι ιδιαίτερα αγαπητή στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεν φαίνεται να έχει ενεργήσει μονομερώς. Δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις αποκλεισμού μεγάλων χωρών από τις διαπραγματεύσεις. Κάθε προσπάθεια απομόνωσης της Φον ντερ Λάιεν μοιάζει περισσότερο με πολιτική σκοπιμότητα παρά με τεκμηριωμένη κριτική.

Όμως, η ουσία της συμφωνίας –όπως η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή επένδυση 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ ή η αγορά ενέργειας 750 δισ. δολαρίων– είναι δύσκολο να εφαρμοστεί. Οι αριθμοί δεν βγαίνουν, ούτε από πλευράς δυνατοτήτων των ευρωπαϊκών οικονομιών ούτε από την πλευρά των αμερικανικών εταιρειών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε τέτοια ζήτηση, τη στιγμή που εξυπηρετούν και άλλες αγορές.

Επιπτώσεις στις σχέσεις και τις αγορές

Η νέα συμφωνία επιβαρύνει περαιτέρω τις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, οι οποίες βρίσκονται ήδη σε κρίσιμο σημείο. Η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά, κάτι που επηρεάζει και άλλα γεωπολιτικά μέτωπα, όπως η Ρωσία και η Μέση Ανατολή.

Στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής ανάπτυξης θα διατηρήσει την πίεση στα ομόλογα. Οι ευρωπαίοι ιθύνοντες ίσως επιχειρήσουν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα μέσω της υποτίμησης του ευρώ, κάτι που ενδεχομένως να οδηγήσει σε μικρή άνοδο της ισοτιμίας δολαρίου-ευρώ.

Αν το ζήτημα των δασμών δεν επανέλθει μέσα στην επόμενη τριετία, η συμφωνία μπορεί να δώσει κάποιες ανάσες σε τομείς όπως οι ημιαγωγοί, η αυτοκινητοβιομηχανία και η αεροδιαστημική. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές προσδοκίες για αμερικανικές επενδύσεις και ενεργειακές αγορές μοιάζουν περισσότερο με όνειρα παρά με ρεαλιστικές προοπτικές.

Η πραγματικότητα είναι πως η συμφωνία εξαντλεί το απόθεμα καλής θέλησης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Αν η Ευρώπη θέλει να διασφαλίσει το μέλλον της, οφείλει να επιταχύνει πολιτικές στρατηγικής αυτονομίας και να ενεργοποιήσει ουσιαστικά projects όπως η ένωση κεφαλαιαγορών. Μέχρι όμως να υπάρξουν απτά αποτελέσματα, τα λόγια παραμένουν ευχές. Και τα ευρωπαϊκά οράματα παραμένουν, όπως οι φαντασιώσεις του Γουόλτερ Μίτι, ευχάριστες αποδράσεις από μια δύσκολη πραγματικότητα, σύμφωνα πάντα με το άρθρο του Mike O’Sullivan στο Forbes.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Πόκερ στην Αλάσκα: Οι πέντε απαιτήσεις του Πούτιν, τα διλήμματα της Ευρώπης και το «φάντασμα» του Μονάχου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ