Η Γαλλία αντιμετωπίζει μεγαλύτερους κινδύνους από την πολιτική της αστάθεια

Το δημόσιο έλλειμμα της Γαλλίας έφτασε το 5,8% του ΑΕΠ το 2024, ενώ οι οίκοι αξιολόγησης εξετάζουν αν θα αυξήσουν, διατηρήσουν ή μειώσουν τις αξιολογήσεις τους

Η Γαλλία βίωσε πρόσφατα μία νέα απομάκρυνση του πρωθυπουργού της και την αντικατάστασή του, ενώ αυτή την εβδομάδα ακολούθησαν διαμαρτυρίες σε ολόκληρη τη χώρα.

Η προσοχή των επενδυτών στρέφεται τώρα σε ένα γεγονός που παρακολουθείται στενά και αφορά την οικονομική κατάσταση της χώρας: την πρώτη από μια σειρά αναθεωρήσεων της πιστοληπτικής ικανότητάς της, οι οποίες αξιολογούν τον κίνδυνο που συνδέεται με την επένδυση στο χρέος μιας χώρας.

Οι υποβαθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού της Γαλλίας, όπως αυτό μετράται από την απόδοση των κρατικών ομολόγων της, προειδοποιούν οι αναλυτές.

Από τις τρεις μεγάλες εταιρείες αξιολόγησης, η Fitch θα ξεκινήσει πρώτη με την αναθεώρησή της σήμερα Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου, ακολουθούμενη από τη Moody’s στις 24 Οκτωβρίου και τη Standard and Poor’s στις 28 Νοεμβρίου.

Δεδομένου ότι οι κοινοβουλευτικές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν πλειοψηφία, δύο κυβερνήσεις έκτοτε κατέρρευσαν εν μέσω διαμάχης για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες ότι η χώρα βρίσκεται σε μη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία. 

Το δημόσιο έλλειμμα της Γαλλίας έφτασε το 5,8% του ΑΕΠ το 2024, το υψηλότερο επίπεδο στην Ευρωζώνη. Σημαντικά ερωτήματα παραμένουν σχετικά με το πώς θα προχωρήσει ο νέος πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνού και αν θα ακολουθήσει τις προτάσεις του προκατόχου του Φρανσουά Μπαϊρού για περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων ύψους 44 δισεκατομμυρίων ευρώ οι οποίες περιλάμβαναν μη δημοφιλή μέτρα όπως την κατάργηση δύο δημόσιων αργιών, το πάγωμα των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών και τη μείωση της χρηματοδότησης των τοπικών αρχών.

Εν τω μεταξύ, οι οίκοι αξιολόγησης εξετάζουν αν θα αυξήσουν, θα διατηρήσουν ή θα μειώσουν τις αξιολογήσεις τους, αφού αρκετοί έθεσαν τη χώρα σε αρνητική προοπτική, αλλά διατήρησαν την αξιολόγηση «AA», υποδηλώνοντας χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο και διατηρώντας την εντός των ορίων της επενδυτικής βαθμίδας. «Εάν η Γαλλία χάσει την πολυπόθητη αξιολόγηση ΑΑ, αυτό θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στους θεσμικούς κατόχους ομολόγων», δήλωσε ο Mοχίτ Κουμάρ, επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Jefferies για την Ευρώπη, στο CNBC.

«Το γαλλικό χρέος έχει μεγάλη ζήτηση από θεσμικούς κατόχους, ιδίως από την Ασία, αλλά αυτοί έχουν αρκετά αυστηρά κριτήρια για την κατοχή χρέους ΑΑ», συνέχισε. Ένα σενάριο στο οποίο η πολιτική αναταραχή θα συνεχιστεί για περισσότερο από τρεις έως έξι μήνες και οι οίκοι αξιολόγησης θα υποβαθμίσουν τη χώρα θα ήταν το «χειρότερο σενάριο για το γαλλικό χρέος», δήλωσε.

Οι πωλήσεις στην αγορά ομολόγων ωθούν τις αποδόσεις υψηλότερα, γεγονός που έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία, καθώς καθιστά πιο δύσκολη την εξυπηρέτηση του υπάρχοντος χρέους και τη χρηματοδότηση της μελλοντικής ανάπτυξης.

Οι κινήσεις του κόστους δανεισμού της Γαλλίας παρέμειναν σχετικά συγκρατημένες αυτή την εβδομάδα, με πολλές από τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις να είναι ευρέως αναμενόμενες από την αγορά. Οι αποδόσεις των 2ετών, 10ετών και 30ετών ομολόγων παραμένουν κάτω από τα πρόσφατα και ιστορικά υψηλά επίπεδα, παρά τις αβέβαιες προοπτικές.

Ορισμένοι κίνδυνοι υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας έχουν ήδη τιμολογηθεί στην αγορά ομολόγων, ανέφεραν οι οικονομολόγοι της Deutsche Bank, προσθέτοντας ότι η αναθεώρηση των αξιολογήσεων θα αποτελέσει μια «δύσκολη απόφαση». «Μια κίνηση προς το Α1 δε θα ήταν από μόνη της ικανή να προκαλέσει αναγκαστικές πωλήσεις, εάν αυτή η αλλαγή εφαρμοστεί μόνο από μία από τις εταιρείες αξιολόγησης», τόνισαν.

Ωστόσο, συνέχισαν ότι το πλαίσιο είναι «δυσμενές», δεδομένου του υπερβολικού ελλείμματος της Γαλλίας, της πολιτικής αβεβαιότητας και της ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση, παρά τα πιθανά οφέλη που θα προκύψουν το επόμενο έτος από τις υψηλότερες περιφερειακές αμυντικές δαπάνες και τη δημοσιονομική επέκταση της Γερμανίας.

Βραχυπρόθεσμα, η Deutsche Bank ανέφερε ότι η πρόσφατη αναταραχή θα μπορούσε να οδηγήσει ιδιώτες και επιχειρήσεις να αναβάλουν τις δαπάνες και τις επενδύσεις τους, ασκώντας περαιτέρω πίεση στην οικονομία. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, Xόλγκερ Σμίντινγκ, δήλωσε ότι η υποβάθμιση των αξιολογήσεων είναι «πιθανή», αλλά «δε θα αποτελέσει μεγάλη έκπληξη. Μια πραγματική χρηματοπιστωτική κρίση με έναν αυτοενισχυόμενο φαύλο κύκλο παραμένει αρκετά απίθανη προς το παρόν. Με το σχεδόν ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, η Γαλλία δεν είναι προφανής υποψήφια για χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά, φυσικά, δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε εντελώς».

Η κατάσταση υψηλότερου κινδύνου για τα ομόλογα θα προέκυπτε σε περίπτωση πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών, στις οποίες είτε η ακροδεξιά Εθνική Συμμαχία είτε οι Σοσιαλιστές θα αποκτούσαν την εξουσία, δήλωσε ο ίδιος.

Κάποια προστασία από ένα σενάριο κρίσης που θα μπορούσε να προκαλέσει μετάδοση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δήλωσε ο Γιώργος Λαγαρίας, επικεφαλής οικονομολόγος της Forvis Mazars. «Δε θα ανησυχούσαμε υπερβολικά για ένα καταστροφικό γεγονός στην αγορά, καθώς η ΕΚΤ, η οποία διευθύνεται από μία πρώην υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας, θα αναλάβει πιθανότατα δράση για να βελτιώσει τη ζήτηση όπου αυτή υστερεί», δήλωσε στο CNBC.

«Ωστόσο, η ΕΚΤ από μόνη της δεν μπορεί να διορθώσει την γαλλική οικονομία. Σε κάποιο σημείο στο εγγύς μέλλον, η κυβέρνηση πιθανότατα θα αναγκαστεί να επιβάλει μέτρα λιτότητας και να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Έτσι, ενώ πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ πιθανότατα θα εξομαλύνει τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της αγοράς, οι αγορές ενδέχεται να εξαναγκάσουν τη Γαλλία σε μια πιο επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή», συμπλήρωσε.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Στάσιμη η οικονομία του ΗΒ τον Ιούλιο ενόψει νέων δημοσιονομικών πιέσεων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ