Την ισχυρή δέσμευση της Ελλάδας στη δημοσιονομική πειθαρχία και την πρόοδο που έχει πετύχει για τον περιορισμό των χρεών της επιβράβευσε με τον καλύτερο τρόπο η Fitch Ratings, κλείνοντας έτσι ιδανικά τον φετινό κύκλο αξιολογήσεων από τους διεθνείς οίκους.
Συγκεκριμένα, ο αμερικανικός οίκος προχώρησε σε αναβάθμιση της βαθμολογίας του ελληνικού αξιόχρεου σε «ΒΒΒ» από «ΒΒΒ-», με σταθερές προοπτικές. Είχε προηγηθεί, τον περασμένο Μάιο, το πρώτο θετικό σήμα του οίκου, ο οποίος είχε αναβαθμίσει το outlook σε «θετικό», διατηρώντας τη βαθμολογία «ΒΒΒ-».
Πρόκειται για μια αναβάθμιση που μας τοποθετεί σε υψηλότερο σκαλοπάτι εντός της επενδυτικής βαθμίδας, αφήνοντας πλέον μόνο την πιο «σκληρή» Moody’s, ανάμεσα στους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, που κρατά ακόμη την ελληνική οικονομία στο χαμηλότερο επίπεδο του investment grade.
Με την απόφαση της η Fitch επιβεβαιώνει τη μεταστροφή κλίματος που έχει πετύχει διεθνώς η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας ένα μονοπάτι πολιτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας με συνετή διαχείριση του κόστους δανεισμού, πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερή ανάπτυξη που έχουν αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των ξένων θεσμικών στα ελληνικά ομόλογα.
Οι παράγοντες-κλειδί
Η αναβάθμιση αντανακλά τους ακόλουθους βασικούς παράγοντες και τη σχετική τους βαρύτητα:
Υψηλή βαρύτητα — Σταθερή Μείωση του Χρέους:
Προβλέπουμε ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2025, στο 145%, μετά τη μείωση κατά 10 μονάδες το 2024. Το επίπεδο αυτό παραμένει σχεδόν τριπλάσιο του μέσου όρου της κατηγορίας ‘BBB’ (52%), αλλά είναι πάνω από 60 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το ανώτατο σημείο του 2020 (209%), αποτελώντας τη μεγαλύτερη μετα-πανδημική μείωση μεταξύ των κρατών που αξιολογεί η Fitch.
Αναμένουμε ότι το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται ταχέως μεσοπρόθεσμα, προσεγγίζοντας το 120% έως το 2030 στο βασικό μας σενάριο, υποστηριζόμενο από ονομαστική ανάπτυξη ΑΕΠ 4% και πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2027. Τα ταμειακά αποθέματα παραμένουν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, περίπου στο 18% του ΑΕΠ, επιτρέποντας την πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων και την κάλυψη λήξεων για τα επόμενα τρία έτη.
Συνεχιζόμενη Ισχυρή Δημοσιονομική Επίδοση:
Η Fitch προβλέπει ότι ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης θα εμφανίσει πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ φέτος, παρόμοιο με την ισχυρή επίδοση του 2024 (1,3%), και πρωτογενές πλεόνασμα 4,8%. Πρόκειται για αξιοσημείωτη βελτίωση από το έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ το 2023 και συγκρίνεται πολύ ευνοϊκά με τον τρέχοντα μέσο όρο της βαθμίδας ‘BBB’, ο οποίος ανέρχεται σε έλλειμμα 3,7%. Η θετική αυτή επίδοση αντανακλά διαρθρωτικά υψηλότερα έσοδα, λόγω βελτιωμένης φορολογικής συμμόρφωσης, καθώς και αυστηρό έλεγχο των δαπανών.
Ήπια Δημοσιονομική Χαλάρωση:
Δεδομένης της ισχυρής αφετηρίας, αναμένουμε ότι ο προϋπολογισμός του 2026 θα παραμείνει πλεονασματικός, παρά ορισμένα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού. Οι προγραμματισμένες μειώσεις στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα έχουν τη μεγαλύτερη δημοσιονομική επίπτωση, την οποία η κυβέρνηση εκτιμά σε 1,2 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ), αυξανόμενη στα 1,6 δισ. ευρώ το 2027.
Αυτό θα ενισχύσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα κυρίως των μεσαίων εισοδημάτων, στηρίζοντας έτσι την ανάπτυξη. Επιπλέον, 600 εκατ. ευρώ θα δαπανηθούν για επιδοτήσεις ενοικίου και στήριξη χαμηλοσυνταξιούχων, ενώ άλλα 300 εκατ. ευρώ θα διατεθούν για αυξήσεις μισθών στον τομέα της άμυνας.
Συνετό και Αξιόπιστο Δημοσιονομικό Πλαίσιο:
Οι πρόσφατες δημοσιονομικές επιδόσεις και τα σχέδια του προϋπολογισμού για το 2026 υπογραμμίζουν τη σταθερή προσήλωση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική σύνεση. Αξιολογούμε αυτήν τη δέσμευση ως ιδιαίτερα αξιόπιστη, στηριζόμενη τόσο στο ιστορικό της μεταπανδημικής περιόδου όσο και στη γενικευμένη κοινωνική συναίνεση υπέρ υγιών δημοσιονομικών πολιτικών. Τον Ιούλιο του 2025, το κοινοβούλιο ψήφισε με ευρεία πλειοψηφία έναν εθνικό δημοσιονομικό κανόνα που απαιτεί ισοσκελισμένη πρωτογενή θέση. Η Ελλάδα υπερέβη τις απαιτήσεις του νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου το 2024, το πρώτο έτος εφαρμογής του.
Χαμηλοί Κίνδυνοι Χρηματοδότησης:
Το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, με μεγάλο μέσο χρόνο λήξης 19 ετών και προνομιακά επιτόκια, καθώς και τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, περιορίζουν σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς και λειτουργούν ως ισχυρό «μαξιλάρι» έναντι πιθανών κραδασμών από τη μεταβλητότητα των αγορών ομολόγων. Η υποκείμενη διαφορά μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και επιτοκίων είναι θετική, με το έμμεσο επιτόκιο επί του χρέους να βρίσκεται περίπου στο 1,5%, πολύ χαμηλότερα από την τροχιά ονομαστικής ανάπτυξης του ΑΕΠ, η οποία εκτιμάται κοντά στο 4%.
Ανθεκτική Οικονομική Ανάπτυξη:
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σταθερή αναπτυξιακή πορεία, παρά τις πρόσφατες εξωτερικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων γεωπολιτικών και εμπορικών κλυδωνισμών. Η αύξηση του ΑΕΠ έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο γύρω στο 2% από το 2023, υπερβαίνοντας τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης. Προβλέπουμε ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει κοντά στο 2% τουλάχιστον έως το 2027, με τη σύγκλιση προς το εισοδηματικό επίπεδο της ευρωζώνης να συνεχίζεται.
Η εγχώρια ζήτηση θα παραμείνει ο βασικός μοχλός της ανάπτυξης, ωφελούμενη από τα τελευταία έτη του επενδυτικού πακέτου του Next Generation EU, τη συνεχή βελτίωση των ισολογισμών των νοικοκυριών και τη σταθερή αύξηση της απασχόλησης.
Επιπλέον παράγοντες:
Θεμελιώδη Πλεονεκτήματα και Αδυναμίες Πιστοληπτικής Ικανότητας:
Οι αξιολογήσεις υποστηρίζονται από το υψηλότερο επίπεδο εισοδήματος ανά κάτοικο και τους δείκτες διακυβέρνησης που ευθυγραμμίζονται με τον μέσο όρο της βαθμίδας ‘BBB’, καθώς και από ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής που στηρίζεται στη συμμετοχή στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, βασισμένη σε βελτιούμενα θεμελιώδη μεγέθη και αυξημένη αξιοπιστία πολιτικής. Τα πλεονεκτήματα αυτά αντισταθμίζονται από την κληρονομιά της κρίσης χρέους, ιδίως το πολύ υψηλό —αν και σταθερά μειούμενο— δημόσιο χρέος, τη σημαντική απώλεια οικονομικού προϊόντος, τις επίμονες εξωτερικές ανισορροπίες και τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα.
Ευρύ και Επίμονο Έλλειμμα Τρεχουσών Συναλλαγών:
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώνεται γύρω στο 6% του ΑΕΠ από το 2023, σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της βαθμίδας ‘BBB’ (0,3%). Δεν υπήρξε βελτίωση στο πρώτο εξάμηνο του 2025, καθώς ο κυλιόμενος μέσος όρος τεσσάρων τριμήνων διαμορφώθηκε στα 14,6 δισ. ευρώ το 2ο τρίμηνο του 2025, έναντι 14,4 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Διαρθρωτικά, το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης αποτελεί τον βασικό λόγο για το διευρυμένο έλλειμμα, ενώ οι επενδύσεις με υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές αναμένεται να εντείνουν την πίεση μεσοπρόθεσμα.
Η συμμετοχή στην ευρωζώνη περιορίζει τους εξωτερικούς χρηματοδοτικούς κινδύνους και δεν αναμένουμε καμία διαταραχή στις εισροές εξωτερικών κεφαλαίων.
Ενισχυμένος Τραπεζικός Τομέας:
Η Fitch έχει αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σε επενδυτική βαθμίδα κατά τη διάρκεια του 2025, αντανακλώντας τη βελτίωση του εγχώριου λειτουργικού περιβάλλοντος και των πιστοληπτικών προφίλ των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου ενός μακρύτερου ιστορικού υγιούς κερδοφορίας, της ολοκλήρωσης του μεγαλύτερου μέρους της εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, της ενισχυμένης κεφαλαιακής επάρκειας και της σταθερής χρηματοδότησης από καταθέσεις.
Η Fitch αναμένει ότι ο τραπεζικός τομέας θα ωφεληθεί από την ανθεκτική οικονομική ανάπτυξη, τη συνεχιζόμενη επιχειρηματική επέκταση και τη σταδιακή ανάκαμψη του λιανικού τομέα.
Δεσμός Τραπεζών–Κράτους:
Ένα διαχρονικό ζήτημα είναι ο ιδιαίτερα ισχυρός δεσμός μεταξύ κράτους και τραπεζών, λόγω του μεγάλου ποσοστού αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών (τέλος Ιουνίου 2025: 12 δισ. ευρώ ή 45% των κεφαλαίων κοινών μετοχών Tier 1). Τα DTCs παραμένουν ενδεχόμενη υποχρέωση για το δημόσιο, η οποία δεν απαντάται σε κανένα άλλο μέλος της ευρωζώνης, παρά τα πρόσφατα σχέδια των τραπεζών να επιταχύνουν την απόσβεσή τους, κάτι που θα βοηθήσει στην εξομάλυνση της κεφαλαιακής τους δομής.
Επιπλέον, οι κρατικές εγγυήσεις στα senior tranches του προγράμματος «Ηρακλής», το οποίο αποσκοπεί στην επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ανέρχονται σε περίπου 18 δισ. ευρώ ή 8% του ΑΕΠ το 2025 (τέλος Σεπτεμβρίου 2025).
ESG – Διακυβέρνηση:
Η Ελλάδα έχει ESG Relevance Scores ‘5[+]’ για Πολιτική Σταθερότητα και Δικαιώματα, καθώς και για Κράτος Δικαίου, Θεσμική και Ρυθμιστική Ποιότητα και Έλεγχο της Διαφθοράς. Οι βαθμολογίες αυτές αντανακλούν τη μεγάλη βαρύτητα που έχουν οι Δείκτες Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας (WBGI) στο ιδιόκτητο Μοντέλο Αξιολόγησης Κρατών (SRM) της Fitch. Η Ελλάδα έχει μεσαία κατάταξη WBGI, στο 62,8, αντανακλώντας πρόσφατο ιστορικό ομαλών πολιτικών μεταβάσεων, μέτριο επίπεδο δικαιωμάτων συμμετοχής στη δημοκρατική διαδικασία, μέτρια θεσμική ικανότητα, εγκατεστημένο κράτος δικαίου και μέτριο επίπεδο διαφθοράς.
Σημεία κινδύνου
Η έκθεση αναφέρει και παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε αρνητική δράση αξιολόγησης/υποβάθμιση μελλοντικά. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα εξής:
Δημόσια Οικονομικά: Σταθεροποίηση του λόγου χρέους γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω διαρθρωτικής δημοσιονομικής χαλάρωσης ή υλοποίησης σημαντικών ενδεχόμενων υποχρεώσεων.
Μακροοικονομικοί/Εξωτερικοί Παράγοντες: Αρνητικό σοκ που θα επηρέαζε το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας ή θα επιδείνωνε τις εξωτερικές ανισορροπίες.
Σημεία ώθησης
Αντιστοίχως, η έκθεση περιλαμβάνει και παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να οδηγήσουν σε θετική δράση αξιολόγησης/αναβάθμιση
Δημόσια Οικονομικά: Περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου χρέους γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθοδηγούμενη από υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και συνεχιζόμενη ανθεκτική ανάπτυξη.
Μακροοικονομικοί Παράγοντες: Βελτίωση του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού και της συνολικής επίδοσης, για παράδειγμα μέσω αυξημένων επενδύσεων ή υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Πηγή: newmoney.gr
- Διαβάστε επίσης: Η Κύπρος μειώνει εκπομπές αεριών του θερμοκηπίου και αυξάνει το ΑΕΠ


