Καθώς οι πιέσεις στις παγκόσμιες αγορές εντείνονται, οι ειδικοί της Wall Street στέλνουν ένα σαφές μήνυμα. Υπάρχουν ακόμη ευκαιρίες, αρκεί να σκεφτεί κανείς… πέρα από τα συνηθισμένα. Παρά τις υψηλές αποτιμήσεις των μετοχών που τροφοδοτούνται από τον ενθουσιασμό γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, τις εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, τις αναταράξεις σε τμήματα της πιστωτικής αγοράς και τα σημάδια επιβράδυνσης της απασχόλησης, οι συνολικές εταιρικές επιδόσεις παραμένουν ισχυρές. Ο δείκτης S&P 500 έχει ενισχυθεί περισσότερο από 30% από το χαμηλό του Απριλίου και σημειώνει άνοδο περίπου 14% από την αρχή του έτους.
Ακόμη και η αγορά χρυσού δεν έμεινε αλώβητη. Μολονότι, εξακολουθεί να σημειώνει άνοδο κατά περίπου 50% φέτος, στις 21 Οκτωβρίου υποχώρησε κατά 6,3%, η μεγαλύτερη πτώση του από το 2013. Το Bloomberg ζήτησε από τέσσερις διαχειριστές πλούτου να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις για το πού θα επένδυαν 1 εκατομμύριο δολάρια σήμερα. Οι απαντήσεις τους καλύπτουν ένα φάσμα που εκτείνεται από τις πρώτες ύλες και τα μέταλλα μέχρι τα πολυτελή ακίνητα, την υγειονομική περίθαλψη και τις ανακαινίσεις κατοικιών.
Ο Αλεξάντρ Ταβάτζι, επικεφαλής μακροοικονομικής ανάλυσης και CIO Office στην Pictet Wealth Management, υποστηρίζει πως τα μέταλλα «είναι το μέλλον». Οι παγκόσμιες τάσεις, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ενεργειακή μετάβαση, δημιουργούν πρωτοφανή ζήτηση για χαλκό, λίθιο, αλουμίνιο και σπάνιες γαίες. Ο Ταβάτζι προτιμά εταιρείες με «βαριά» περιουσιακά στοιχεία, όπως χυτήρια, διυλιστήρια, γη και ακίνητα, καθώς προσφέρουν φυσικό αντιστάθμισμα έναντι του πληθωρισμού και βρίσκονται στο κέντρο αυτών των διαρθρωτικών αλλαγών.
Αν διέθετε 1 εκατομμύριο δολάρια, θα τα επένδυε σε τρεις κατηγορίες. Περίπου τα μισά σε διεθνείς μεταλλευτικές εταιρείες με έκθεση σε χαλκό, αλουμίνιο, νικέλιο και σπάνιες γαίες, ένα 30% σε ETFs εμπορευμάτων που εστιάζουν στα ίδια υλικά και τα εξαρτήματα μπαταριών και το υπόλοιπο 20% σε εισηγμένες επιχειρήσεις που παρέχουν τον εξοπλισμό και τις υποδομές για την ανάπτυξη ενεργειακών δικτύων. Αναγνωρίζει φυσικά τους κινδύνους τις διακυμάνσεις των τιμών, τους δασμούς και τις γεωπολιτικές αναταράξεις, αλλά πιστεύει, ότι η μακροπρόθεσμη προοπτική παραμένει ισχυρή, καθώς «το μέγεθος των υποδομών που απομένει να κατασκευαστεί είναι τεράστιο». Αν είχε να διαθέσει το ποσό για προσωπικούς σκοπούς, θα το έδινε στα παιδιά του, ώστε να έχουν οικονομικό «μαξιλάρι» απέναντι σε μια εποχή τεχνολογικών και γεωπολιτικών ανατροπών.
Η Κλόε Ντουάνσι, επικεφαλής στρατηγικής στη Rockefeller Global Family Office, στρέφει το βλέμμα στην πολυτελή κτηματαγορά. Βλέπει ευκαιρίες σε εξειδικευμένους τομείς, όπως η premium φοιτητική στέγαση και τα υπερπολυτελή θέρετρα. Μπορεί η πίεση στον Αμερικανό καταναλωτή είναι εμφανής και οι χαμηλότερες εισοδηματικά αγορές δείχνουν ρωγμές, το ανώτερο τμήμα της αγοράς, ωστόσο παραμένει σταθερό. Οι δαπάνες των εύπορων νοικοκυριών είναι λιγότερο ευμετάβλητες και οι επενδυτές αποτιμούν υψηλά αυτή τη σταθερότητα.
Η Ντουάνσι θεωρεί ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται στην αρχή ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου στα ακίνητα, καθώς η πτώση των επιτοκίων και το «πάγωμα» της οικοδομικής δραστηριότητας τη διετία 2022–2024 δημιουργούν μια έντονη ανισορροπία μεταξύ περιορισμένης προσφοράς και σταθερής ζήτησης. Η τάση αυτή είναι πιο έντονη στις φοιτητικές κατοικίες, όπου η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, με τα ενοίκια να αυξάνονται κατά 8% έως 10% ετησίως. Η επιτυχία σε αυτόν τον κλάδο απαιτεί βαθιά γνώση τοπικών αγορών, σχέσεις με πωλητές γης και εμπειρία στις αδειοδοτήσεις.
Παρόμοια εικόνα διαμορφώνεται και στον τομέα της φιλοξενίας υψηλής ποιότητας, όπου η ζήτηση παραμένει ισχυρή και σχεδόν ανεπηρέαστη από τις τιμές. Τα πολυτελή resorts, χτισμένα σε εμβληματικές τοποθεσίες, προσφέρουν σταθερά έσοδα και σημαντικές υπεραξίες με το πέρασμα του χρόνου. Για να επενδύσει κανείς σε αυτούς τους τομείς, πρέπει να συνεργαστεί με εξειδικευμένους διαχειριστές ή developers με πολυετή παρουσία, είτε μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων είτε μέσω συν-επενδύσεων. Αν είχε να διαθέσει το ποσό για προσωπική απόλαυση, η Κλόε Ντουάνσι, καθώς είναι ιδιοκτήτρια δύο γατών, θα το κατεύθυνε σε προγράμματα που ενισχύουν την υγεία και την ευζωία των αιλουροειδών, χρηματοδοτώντας έρευνα, προϊόντα ευεξίας ή ειδικά σχεδιασμένους χώρους για τα κατοικίδια.
Ο Ρον Σάντσες, επικεφαλής επενδύσεων της Fiduciary Trust International, εστιάζει στον τομέα της υγείας. Μετά από τρία χρόνια διψήφιων αποδόσεων για τον S&P 500, οι ευκαιρίες έχουν περιοριστεί. Όμως, όπως εξηγεί, ο κλάδος της υγειονομικής περίθαλψης παρουσιάζει ελκυστικές αποτιμήσεις, καθώς η αγορά τον έχει υποτιμήσει λόγω ρυθμιστικών ζητημάτων και ανησυχιών για τις τιμές φαρμάκων. Ενώ ο S&P 500 διαπραγματεύεται με προσδοκώμενο δείκτη 22,4, η υγεία κινείται στο 17,3, μείωση σχεδόν 40% από το 2023.
Ο Σάντσες επισημαίνει πως ο κίνδυνος συγκέντρωσης στις μετοχές-γίγαντες είναι μεγάλος: μόνο οι Nvidia και Microsoft αντιστοιχούν στο 15% του S&P 500, ενώ ολόκληρος ο κλάδος υγείας στο 9%. Παρά τις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις, η δημογραφική γήρανση διασφαλίζει ότι η ζήτηση για φάρμακα, εξοπλισμό και υπηρεσίες θα παραμείνει ισχυρή. Αν είχε το 1 εκατομμύριο για προσωπική χρήση, θα βοηθούσε τα παιδιά του να αποκτήσουν το πρώτο τους σπίτι, το οποίο θεωρεί «το πρώτο βήμα προς την οικονομική ασφάλεια».
Ο Νικ Φρέλινγκχαουζεν, διαχειριστής μετοχών στην Chilton Trust, βλέπει δυναμική στον κλάδο επισκευής και ανακαίνισης κατοικιών. Όπως εξηγεί, η αμερικανική αγορά στέγης βρίσκεται σε «ύφεση» εδώ και χρόνια, με τη διαθεσιμότητα κατοικιών να υπολείπεται κατά 3,5 – 4 εκατομμύρια μονάδες. Ο ετήσιος ρυθμός αγοραπωλησιών, περίπου 4 εκατομμύρια κατοικίες, είναι στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών δεκαετιών. Αν τα επιτόκια υποχωρήσουν κατά 1%–1,5%, η ζήτηση θα αναζωπυρωθεί άμεσα, απελευθερώνοντας όγκο πωλήσεων και ανακαινίσεων.
Ο Φρέλινγκχαουζεν τονίζει, ότι οι εταιρείες του κλάδου βρίσκονται στα χαμηλά του κύκλου σε επίπεδο κερδοφορίας. Με μια μικρή αύξηση στη ζήτηση, ακόμη και 2% ή 3%, μπορούν να δουν θεαματική βελτίωση στα περιθώρια κέρδους. Έχοντας μελετήσει αυτές τις επιχειρήσεις επί δύο δεκαετίες, τις χαρακτηρίζει «συμπιεσμένα ελατήρια» που, όταν ο κύκλος αντιστραφεί, συνήθως διπλασιάζουν το μερίδιο αγοράς τους. Θεωρεί ότι πρόκειται για υπομονετική επενδυτική επιλογή, που δεν θα αποδώσει σε έξι μήνες αλλά θα καρποφορήσει όταν η αγορά στεγαστικών δανείων επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Μια ήπια διόρθωση στις τιμές των κατοικιών, προσθέτει, θα ήταν μάλιστα θετική, βοηθώντας στον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων, δεδομένου ότι η στέγαση αποτελεί περίπου το ένα τρίτο του δείκτη τιμών καταναλωτή.
Και οι τέσσερις αυτές διαφορετικές προσεγγίσεις έχουν κάτι κοινό, επένδυση σε πραγματικά, θεμελιώδη περιουσιακά στοιχεία και μακροπρόθεσμες τάσεις, από τα μέταλλα και την ενέργεια μέχρι την υγεία και τα ακίνητα.
Πηγή: newmoney.gr

