Παραμονή Χριστουγέννων, 1905. Στο Χιούστον του Τέξας γεννιέται ένα παιδί που μοιάζει προορισμένο να ζήσει πολλά ζωές σε μία: εφευρέτης χωρίς δίπλωμα, παραγωγός με εμμονές, πιλότος που κυνηγά τα ρεκόρ σαν να είναι προσωπική προσβολή, μεγιστάνας που μετατρέπει την τεχνολογία σε εξουσία.
Ο Χάουαρντ Χιουζ δεν γίνεται απλώς πλούσιος. Γίνεται μύθος εν ζωή — και, αργότερα, ένας μύθος που εξαφανίζεται από το ίδιο του το κάδρο.
Το παιδί που φτιάχνει μόνο του τον κόσμο του
Ο Χάουαρντ Ρόμπαρντ Χιουζ τζούνιορ μεγαλώνει ως μοναχοπαίδι. Έχει έναν πατέρα που καταλαβαίνει τη δύναμη των πατεντών και μια μητέρα που τον κρατά σφιχτά, σχεδόν ασφυκτικά, μέσα σε μια ιδέα: ότι η καθαριότητα, η τάξη, ο έλεγχος είναι το αντίδοτο στην απειλή που κρύβει ο κόσμος.
Το παιδί, όμως, κοιτά αλλού. Κοιτά τα καλώδια, τα γρανάζια, το τι συμβαίνει όταν βάζεις δύο πράγματα μαζί και φτιάχνεις ένα τρίτο. Στα έντεκα του στήνει έναν ασύρματο πομπό — μια μικρή, ιδιωτική κατάκτηση του αέρα.
Γίνεται από τους πρώτους αδειοδοτημένους ραδιοερασιτέχνες της πόλης. Φτιάχνει «μοτοποδήλατο» από εξαρτήματα μηχανής ατμού του πατέρα του και φωτογραφίζεται σαν να είναι ήδη κάτι περισσότερο από παιδί: ένας μικρός μηχανικός που δεν ζητά άδεια.
Στο σχολείο δεν λάμπει. Δεν τον ενδιαφέρει να είναι «καλός μαθητής» – τον ενδιαφέρει να είναι ο άνθρωπος που καταλαβαίνει πώς λειτουργεί ο κόσμος. Τα μαθηματικά, η μηχανική, η ιδέα της πτήσης τον απορροφούν. Και όσο μεγαλώνει τόσο πιο καθαρό γίνεται: Ο Χιουζ δεν είναι φτιαγμένος για να ακολουθεί κανόνες. Είναι φτιαγμένος για να τους γράφει.
Η κληρονομιά πέφτει στα χέρια του — και εκείνος δεν την αφήνει να «κάτσει»
Στα δεκαέξι χάνει τη μητέρα του. Τρία χρόνια μετά χάνει και τον πατέρα του. Το σοκ είναι διπλό: προσωπικό και επιχειρηματικό. Κληρονομεί το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας και, κυρίως, ένα εργαλείο-κλειδί: μια εταιρεία που πατά πάνω σε μία ιδιοφυή, πρακτική εφεύρεση.
Ο πατέρας του έχει κατοχυρώσει την διπλού κώνου κεφαλή γεώτρησης (roller bit), που κάνει την πετρελαϊκή γεώτρηση πιο αποτελεσματική και ανοίγει δρόμους εκεί που πριν ο βράχος κερδίζει.
Ο νεαρός Χιουζ δεν συμπεριφέρεται σαν «κληρονόμος». Δεν πουλά, δεν αράζει, δεν μπαίνει σε ρόλο βιτρίνας. Παίρνει τον έλεγχο. Και δεν αρκείται στο να κρατήσει την εταιρεία όρθια — την κάνει μηχανή παραγωγής χρήματος.
Του προσφέρουν 7,5 εκατομμύρια δολάρια για να τη δώσει και εκείνος αρνείται. Σε μια εποχή που ένα τέτοιο ποσό είναι εισιτήριο για ζωή δίχως άγχος, ο Χιουζ συμπεριφέρεται σαν να του προσφέρουν κάτι μικρότερο από αυτό που βλέπει ο ίδιος. Μέσα σε λίγο καιρό, τα κέρδη εκτινάσσονται. Η κληρονομιά δεν είναι «ασφάλεια». Είναι καύσιμο.
Και κάπου εδώ, ο Χιουζ κάνει τη μεγάλη του επιλογή: αντί να γίνει απλώς ένας πετρελαϊκός βιομήχανος, αποφασίζει να γίνει κάτι που δεν έχει ξεκάθαρο όνομα — ένας άνθρωπος που επενδύει στην υπερβολή.
Χόλιγουντ: ο μεγιστάνας που θέλει να ελέγχει και το καρέ
Το Λος Άντζελες είναι το νέο του εργαστήριο. Ο Χιουζ φτάνει με φιλοδοξία που δεν χωρά σε συμβατικά στούντιο. Χρηματοδοτεί ταινίες, παράγει, παρεμβαίνει. Όχι σαν παραγωγός «λογιστής», αλλά σαν άνθρωπος που θέλει να πιάνει την εικόνα με τα χέρια του.
Φτιάχνει έργα που φέρνουν θόρυβο: The Racket, Hell’s Angels, Scarface. Το Χόλιγουντ τον μαθαίνει ως τον παραγωγό που δεν φοβάται τα μεγάλα budgets — αλλά, μαζί, και ως τον άνθρωπο που μπορεί να γίνει εμμονικός με τη λεπτομέρεια. Δεν είναι απλώς τελειομανής. Είναι κάποιος που μοιάζει να πιστεύει πως αν ελέγξεις τα πάντα, ο κόσμος δεν θα σε προδώσει.
Αργότερα αγοράζει την RKO, ένα από τα μεγάλα στούντιο της εποχής. Και εκεί φαίνεται καθαρά ένα μοτίβο που θα επιστρέφει στη ζωή του: όταν αποκτά εξουσία, δεν την ασκεί «ομαλά». Την ασκεί σαν να είναι προσωπικό του νευρικό σύστημα. Απολύσεις, παγώματα παραγωγής, έλεγχοι, καχυποψία. Το στούντιο συρρικνώνεται, το παρασκήνιο γίνεται το κύριο έργο. Ο Χιουζ δεν ενδιαφέρεται μόνο να βγάλει ταινίες. Ενδιαφέρεται να έχει το τελικό cut σε έναν κόσμο όπου όλοι διεκδικούν τον λόγο.
Και όμως: ακόμη κι όταν το αφήγημα λέει «κινηματογράφος», ο Χιουζ ακούει κάτι άλλο. Ακούει μηχανές.
Ο αέρας είναι το πραγματικό του βασίλειο
Η αεροπορία δεν είναι χόμπι. Είναι η μεγάλη του εμμονή με πρόφαση την πρόοδο. Ιδρύει τη Hughes Aircraft. Σχεδιάζει, δοκιμάζει, πετά ο ίδιος. Στα 30s κυνηγά ρεκόρ ταχύτητας σαν να θέλει να αποδείξει ότι η ανθρώπινη βούληση μπορεί να γράψει φυσική.
Το 1935 πετά το H-1 Racer και σπάει ρεκόρ ταχύτητας σε επίπεδο αεροπλάνο ξηράς. Λίγο μετά κάνει υπερατλαντικά-διασχιστικά θαύματα, αποδεικνύοντας ότι το «μακριά» είναι περισσότερο θέμα τεχνολογίας παρά μοίρας. Το 1938 κάνει τον γύρο του κόσμου σε χρόνο που μοιάζει εξωπραγματικός για την εποχή: λιγότερο από τέσσερις μέρες. Το κάνει με πλήρωμα, με ραδιοναυτιλία, με την αίσθηση ότι αυτή η πτήση δεν είναι μόνο προσωπικός θρίαμβος — είναι διαφήμιση της αμερικανικής τεχνολογικής αυτοπεποίθησης.
Κερδίζει βραβεία, τιμές, δόξα. Κι όμως ο ίδιος δείχνει να κυνηγά κάτι πέρα από τη δημόσια επιβεβαίωση: τη στιγμή που η μηχανή υποτάσσεται στο μυαλό του.
Το τίμημα των συντριβών και η γέννηση του «άλλου» Χιουζ
Οι πτήσεις δεν είναι μόνο ρεκόρ. Είναι και πτώσεις. Και οι πτώσεις – σωματικές και ψυχικές – γράφουν πάνω του.
Το 1946 ένα πρωτότυπο XF-11 που πιλοτάρει συντρίβεται σε κατοικημένη περιοχή. Επιζεί σχεδόν από θαύμα, αλλά βγαίνει άλλος άνθρωπος: σπασμένα κόκαλα, εγκαύματα, χρόνια πόνος. Ο πόνος γίνεται καθημερινότητα, η καθημερινότητα γίνεται πεδίο ελέγχου. Λένε ότι από εδώ και πέρα ο Χιουζ κουβαλά όχι μόνο ουλές, αλλά και μια νέα σχέση με το σώμα του: σαν να είναι κάτι που τον προδίδει.
Την ίδια περίοδο έρχεται και το πιο θεαματικό του στοίχημα: το H-4 Hercules, το θρυλικό «Spruce Goose». Τεράστιο, φτιαγμένο από ξύλο λόγω πολεμικών περιορισμών στα στρατηγικά υλικά, μοιάζει με παραβολή: ένας άνθρωπος που θέλει να αποδείξει πως μπορεί να κάνει το αδύνατο, ακόμη κι όταν οι άλλοι του λένε ότι το project είναι παράλογο.
Το αεροπλάνο πετά μία φορά. Μόνο μία. Αλλά φτάνει.
Από αεροπορική αυτοκρατορία σε μυστικές επιχειρήσεις
Ο Χιουζ δεν θέλει απλώς αεροπλάνα. Θέλει αεροπορικές αυτοκρατορίες. Μπαίνει βαθιά στην TWA, την επεκτείνει, την οραματίζεται ως αεροπορία του μέλλοντος. Εμπλέκεται σε παραγγελίες αεροσκαφών, σε σχέδια, σε μάχες με τραπεζίτες, σε έναν κόσμο που δεν συγχωρεί την αναβλητικότητα.
Και η αναβλητικότητα, για τον Χιουζ, είναι άλλο ένα πρόσωπο του ελέγχου. Όταν δεν μπορεί να ελέγξει πλήρως, παγώνει. Διστάζει. Δίνει εντολές που μπερδεύουν. Η τελειομανία μετατρέπεται σε εμπόδιο.
Ταυτόχρονα, το όνομά του μπλέκει και σε σκοτεινότερες ιστορίες: η CIA τον χρησιμοποιεί ως «βιτρίνα» για το Project Azorian, την προσπάθεια ανάσυρσης σοβιετικού υποβρυχίου. Ο Χιουζ γίνεται το τέλειο κάλυμμα: ένας δισεκατομμυριούχος που μπορεί να κάνει τρελά projects χωρίς να φαίνεται ύποπτος.
Είναι ένα ακόμη κεφάλαιο στην ίδια αφήγηση: όταν ο Χιουζ κινείται, τα σύνορα μεταξύ ιδιωτικού και κρατικού, θεάματος και ισχύος, τεχνολογίας και πολιτικής γίνονται θολά.
Λας Βέγκας: ο ερημίτης που αλλάζει μια πόλη χωρίς να φαίνεται
Και μετά, η εξαφάνιση. Ο άνθρωπος που κάποτε γεμίζει πρωτοσέλιδα ως ορατός θρίαμβος της Αμερικής, αρχίζει να ζει σαν αόρατη σκιά.
Φτάνει στο Λας Βέγκας το 1966 και κλείνεται στο Desert Inn. Δεν θέλει να φύγει από το δωμάτιό του — οπότε αγοράζει το ξενοδοχείο. Η κίνηση είναι καθαρά χιουζική: όταν ο κόσμος απαιτεί να παίξεις με κανόνες, αγοράζεις το ταμπλό.
Από εκεί απλώνει την επιρροή του σε ξενοδοχεία, καζίνο, media. Δίνει στην πόλη μια νέα βιτρίνα. Το Βέγκας, που παλεύει με τη φήμη του «άγριου» και του οργανωμένου εγκλήματος, αποκτά σταδιακά μια πιο «εταιρική», πιο κοσμοπολίτικη εικόνα. Και ο Χιουζ, ο άνθρωπος που δεν βγαίνει στο φως, αλλάζει το φως μιας ολόκληρης πόλης.
Πίσω από τις κουρτίνες, όμως, η προσωπική του ζωή στενεύει. Οι ιδιορρυθμίες γίνονται καθημερινές ρουτίνες. Η εμμονή με τα μικρόβια, οι στοίβες από χαρτομάντιλα, οι κλειστές κουρτίνες, οι ατέλειωτες επαναλήψεις ταινιών. Ο πλούτος του δεν είναι πλέον εργαλείο ελευθερίας· είναι μηχανισμός για να χτίζει ένα περιβάλλον απόλυτου ελέγχου, όπου τίποτα δεν τον αγγίζει χωρίς άδεια.
Το τέλος: ένας μύθος τόσο πλούσιος που πεθαίνει σχεδόν μόνος
Το 1976 ο Χιουζ πεθαίνει εν πτήσει, καθ’ οδόν προς το Χιούστον. Είναι τόσο αλλαγμένος που χρειάζονται δακτυλικά αποτυπώματα για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητά του. Η εικόνα είναι ωμή: ο άνθρωπος που κάποτε ενσαρκώνει το «αμερικανικό μέλλον» τελειώνει σαν φάντασμα του εαυτού του, χτυπημένος από χρόνια νοσήματα, απομόνωση, πιθανή κατάχρηση αναλγητικών, παρακμή.
Και μετά έρχεται η τελευταία πράξη της ζωής του, όπως πάντα, με σασπένς: η ιστορία της «Μορμόνικης Διαθήκης», ένα χειρόγραφο που εμφανίζεται και υπόσχεται δισεκατομμύρια σε οργανισμούς και πρόσωπα — και που τελικά κρίνεται πλαστό. Η περιουσία μοιράζεται σε συγγενείς. Ο μύθος συνεχίζει να τρέφεται από μύθους.
Κληρονομιά: η αντίφαση που δεν λύνεται
Αν προσπαθήσεις να «συνοψίσεις» τον Χάουαρντ Χιουζ, σκοντάφτεις. Είναι ταυτόχρονα ο άνθρωπος που σπρώχνει την αεροπορία μπροστά και ο άνθρωπος που καταρρέει πίσω από κλειστές πόρτες. Ο παραγωγός που χτίζει εικόνες και ο ερημίτης που δεν αντέχει το βλέμμα των άλλων.
Ο μεγιστάνας που κάνει το Βέγκας πιο «καθώς πρέπει» και ο άνθρωπος που ζει σε δωμάτια όπου οι κουρτίνες σαπίζουν κλειστές.
Κι όμως, κάτι μένει καθαρό: ο Χιουζ είναι η αμερικανική ιδέα της υπερβολής σε ανθρώπινη μορφή. Ένα παιδί που γεννιέται παραμονή Χριστουγέννων και μεγαλώνει πιστεύοντας ότι τίποτα δεν είναι αρκετό — ούτε η ταχύτητα, ούτε το χρήμα, ούτε η δόξα.
Και ίσως γι’ αυτό, η πιο παράξενη κληρονομιά του δεν είναι τα αεροπλάνα, οι ταινίες ή τα ξενοδοχεία. Είναι η υπενθύμιση ότι η πρόοδος, όταν γίνεται εμμονή, μπορεί να σε πάει πολύ ψηλά. Και πολύ βαθιά.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Ørsted: «Κόκκινο» στις ΗΠΑ και big deals σε άλλες περιοχές

