Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τον Μπάφετ; Θολό το τοπίο της επόμενης ημέρας για την Berkshire Hathaway

Αβέβαιο το μέλλον της εταιρείας που έγινε σύμβολο του σύγχρονου καπιταλισμού - Η ανάλυση του Economist για τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος ο διάδοχος του «σοφού της Όμαχα»

Ο Γουόρεν Μπάφετ, μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του παγκόσμιου επιχειρηματικού και επενδυτικού κόσμου, ετοιμάζεται να αποσυρθεί για τρίτη —και κατά πάσα πιθανότητα τελευταία— φορά στις 31 Δεκεμβρίου  2025, αφήνοντας τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της Berkshire Hathaway. Η διαδρομή του 95χρονου επιχειρηματία αριθμεί ακόμη δύο «συνταξιοδοτήσεις»: η πρώτη το 1956, όταν έκλεισε το επενδυτικό ταμείο του Μπέντζαμιν Γκράχαμ, και η δεύτερη το 1969, όταν δήλωσε ότι δεν ήταν «συντονισμένος» με το τότε περιβάλλον της αγοράς. Έκτοτε αφιερώθηκε στη Berkshire Hathaway, μια προβληματική κλωστοϋφαντουργική εταιρεία, την οποία μετέτρεψε σε ένα από τα πιο ισχυρά και ιδιαίτερα επιχειρηματικά σχήματα στην ιστορία του καπιταλισμού.

Σήμερα, η Berkshire αποτελεί οικονομικό κολοσσό με διπλή φύση: αφενός είναι μία από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες στις ΗΠΑ, με χαρτοφυλάκιο μετοχών, ομολόγων και ρευστών αξίας σχεδόν 700 δισ. δολαρίων· αφετέρου είναι ένας εκτεταμένος βιομηχανικός και επιχειρηματικός όμιλος που ελέγχει περίπου 200 εταιρείες, όπως τη σιδηροδρομική BNSF, ενεργειακές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και επώνυμα καταναλωτικά brands. Παράλληλα, η εταιρεία έχει εξελιχθεί σε κάτι σαν «καπιταλιστική θρησκεία», με πνευματικό της πυρήνα τη θεωρία επενδύσεων του Γκράχαμ και με ετήσιες «τελετουργίες» στο συνέδριο μετόχων, όπου ο Μπάφετ παρουσιάζει το όραμα και τη φιλοσοφία του.

Όπως σημειώνει ο Economist, η εταιρεία είναι στενά ταυτισμένη με την προσωπικότητα και το στυλ διοίκησης του Μπάφετ, γεγονός που καθιστά τη διαδοχή του εξαιρετικά απαιτητική. Από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, η απόδοση της μετοχής της Berkshire έχει ξεπεράσει κατά πολύ τον δείκτη S&P 500, στοιχείο που ενισχύει τη φήμη του Μπάφετ ως κορυφαίου επενδυτή. Ο διάδοχός του, Γκρέγκορι Έιμπελ, ο οποίος προέρχεται από τον ενεργειακό βραχίονα της εταιρείας και δεν έχει το ίδιο επενδυτικό προφίλ «stock-picker», θα βρεθεί αντιμέτωπος με την πρόκληση να διατηρήσει αυτή την κληρονομιά, σε μια περίοδο όπου η αποχώρηση σημαντικών στελεχών —όπως του Τοντ Κομπς— εγείρει πρόσθετες ανησυχίες.

Η Berkshire είναι περισσότερο γνωστή για τη στρατηγική επενδύσεων του Μπάφετ παρά για τη λειτουργική απόδοση των θυγατρικών της. Αν και ξεκίνησε ως «value investor», ο Μπάφετ επένδυσε και σε μετοχές ανάπτυξης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξαιρετικά επιτυχημένη τοποθέτηση στην Apple. Κεντρική έννοια στη σκέψη του είναι οι τα διαρκή ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που επιτρέπουν σε μια εταιρεία να αποδίδει υψηλότερα του κόστους κεφαλαίου της. Η ικανότητά του να εντοπίζει τέτοιες επιχειρήσεις —από την Coca-Cola και την American Express έως τη Moody’s και τη Visa— συνέβαλε καθοριστικά στην ανθεκτικότητα και την ισχύ του ομίλου.

Παράλληλα, μία από τις μεγαλύτερες καινοτομίες του Μπάφετ ήταν ο τρόπος άντλησης κεφαλαίων μέσω της ασφαλιστικής δραστηριότητας. Η εξαγορά της National Indemnity το 1967, μαζί με τη Geico και τη μονάδα αντασφαλίσεων, παρείχαν στη Berkshire ένα σταθερό «απόθεμα» επενδυτικού κεφαλαίου από τα ασφάλιστρα (float), το οποίο αξιοποιήθηκε σε μεγάλες εξαγορές — όπως της BNSF και της Occidental Petroleum. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η προσέλκυση πιστών ιδιωτών επενδυτών, που μέσα από τις ετήσιες συνελεύσεις ανέδειξαν τη Berkshire σε σύμβολο μιας πιο «συνειδητής» εκδοχής καπιταλισμού.

Ωστόσο, η απόδοση της Berkshire ως διαχειρίστριας επιχειρήσεων δεν ήταν πάντα αντίστοιχη των επενδυτικών της επιτυχιών. Η BNSF έχει εμφανίσει χαμηλότερα του αναμενόμενου περιθώρια κέρδους, ενώ η κοινή επένδυση σε Heinz-Kraft εξελίχθηκε σε αποτυχία. Η εταιρεία συχνά επιλέγει μη παρεμβατική διοικητική προσέγγιση, χωρίς έντονη επιδίωξη συνεργειών μεταξύ θυγατρικών — μοντέλο που ενδέχεται να τεθεί υπό επανεξέταση στη νέα εποχή.

Ο Έιμπελ θα κληθεί σύντομα να λάβει κρίσιμες επενδυτικές αποφάσεις, ειδικά όσο μειώνονται τα επιτόκια και αυξάνεται το κόστος διατήρησης του τεράστιου ταμειακού αποθέματος των 380 δισ. δολαρίων. Πιθανές επιλογές περιλαμβάνουν εξαγορές στον χώρο των σιδηροδρόμων, περαιτέρω επέκταση στις ασφαλιστικές ή νέες τοποθετήσεις σε ενεργειακές και ιαπωνικές επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, το ισχυρό ταμείο θα μπορούσε να επιτρέψει επιθετικές κινήσεις σε περίπτωση μεγάλης διόρθωσης των αγορών — αν και χωρίς το κύρος και το δίκτυο του Μπάφετ, η επιρροή της Berkshire ενδέχεται να είναι μικρότερη.

Τέλος, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η Berkshire θα μεταβληθεί σε πιο «τυπική» εταιρεία, ίσως με επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους μέσω μερισμάτων ή buybacks, με μεγαλύτερη διαφάνεια και θεσμικότερη διακυβέρνηση. Η μετάβαση εκτιμάται ότι θα είναι σταδιακή αλλά αναπόφευκτη, καθώς η αύξηση της συμμετοχής θεσμικών επενδυτών και η προοπτική μετασχηματισμού της μετοχικής σύνθεσης θα περιορίσουν το ιστορικό μοντέλο προσωποπαγούς διοίκησης. Έτσι, η αποχώρηση του Μπάφετ σηματοδοτεί όχι μόνο το τέλος μιας θρυλικής καριέρας, αλλά και την είσοδο της Berkshire σε μια νέα εποχή, όπου το ερώτημα δεν είναι αν θα παραμείνει μεγάλη — αλλά αν θα μπορέσει να παραμείνει η ίδια.

Πηγή: newmoney.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ