Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να μειώσει εκ νέου τα επιτόκια τον Ιούνιο, αλλά αυξάνονται όσοι ζητούν μια παύση, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία γίνεται ανθεκτικότερη και η πρόκληση του πληθωρισμού αρχίζει να εμφανίζεται στον ορίζοντα.
Η ΕΚΤ έχει χαλαρώσει με ταχύτητα τη νομισματική της πολιτική κατά το τελευταίο έτος, καθώς ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό συγκρατηθεί και η προσοχή έχει στραφεί στην αναιμική οικονομική ανάπτυξη, η οποία επιδεινώνεται από τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, την ασταθή πολιτική των ΗΠΑ και τις βαθιά ριζωμένες ανεπάρκειες στο εσωτερικό της νομισματικής ένωσης.
Οι επτά μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ στις οκτώ τελευταίες συνεδριάσεις της έχουν δώσει κάποιο περιθώριο και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει τώρα να συμβιβάσουν τη διαφορά μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προοπτικών.
Τους επόμενους μήνες, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να μειωθεί περαιτέρω και να υπολείπεται ακόμη και του στόχου της ΕΚΤ για 2%, αναζωπυρώνοντας μνήμες από την προ πανδημική δεκαετία, όταν η ΕΚΤ προσπάθησε χωρίς επιτυχία να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο εύρος στόχου της.
Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η αύξηση των δημόσιων δαπανών, η αποπαγκοσμιοποίηση, τα εμπορικά εμπόδια και οι πιέσεις στην αγορά εργασίας λόγω της μείωσης του ενεργού πληθυσμού είναι παράγοντες που ενδέχεται να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, τόσο επίσημα όσο και ανεπίσημα, υποδηλώνουν ότι η συζήτηση δεν αφορά τόσο την απόφαση του Ιουνίου, η οποία είναι ήδη ενσωματωμένη στις προσδοκίες, όσο τα μηνύματα για τους επόμενους μήνες, δεδομένων των μακροπρόθεσμων κινδύνων.
«Οι δασμοί μπορεί να έχουν αποπληθωριστικό αποτέλεσμα βραχυπρόθεσμα, αλλά ενέχουν κινδύνους ανοδικής τάσης μεσοπρόθεσμα», δήλωσε η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ και υποστηρικτής της αυστηρής πολιτικής, σε μια ρητή έκκληση για παύση.
«Ακόμη και αν η ΕΕ δεν προβεί σε εμπορικά αντίποινα, το υψηλότερο κόστος παραγωγής μέσω των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας θα μπορούσε να αντισταθμίσει με το παραπάνω την αποπληθωριστική πίεση που προέρχεται από τη χαμηλότερη εξωτερική ζήτηση, καθιστώντας τους δασμούς συνολικά πληθωριστικούς», προσέθεσε η Σνάμπελ.
Ο Κλάας Κνοτ, το μακροβιότερο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, προειδοποίησε επίσης για τους μακροπρόθεσμους κινδύνους.
«Το αρνητικό σοκ της ζήτησης είναι άμεσο και θα οδηγήσει σε χαμηλότερο πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα», δήλωσε.
«Ωστόσο, το σοκ στην προσφορά θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα», συμπλήρωσε.
Το επιχείρημα, σύμφωνα με το Reuters, είναι ότι τα εμπορικά εμπόδια αυξάνουν τις τιμές για όλους και θα οδηγήσουν σε πιο κατακερματισμένη παραγωγή, η οποία είναι εγγενώς πιο δαπανηρή.
Οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν αυξηθεί ελαφρώς τις τελευταίες εβδομάδες, ιδίως μετά τη σύναψη προσωρινής εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές αναμένουν αρχικά πτώση του πληθωρισμού και στη συνέχεια ανάκαμψή του, πιθανώς πάνω από 2%. Αυτό, με τη σειρά του, δημιουργεί ένα πρόβλημα επικοινωνίας για την ΕΚΤ.
Ορισμένοι αναμένουν από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να λάβουν μέτρα χαλάρωσης εάν ο πληθωρισμός πράγματι υποχωρήσει κάτω από το 2% γύρω στα τέλη του έτους, λόγω των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας, της αδύναμης ανάπτυξης, του ισχυρότερου ευρώ και του ντάμπινγκ από τους κατασκευαστές που αντιμετωπίζουν δασμούς στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, το καθήκον της ΕΚΤ είναι να κοιτάξει πέρα από τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις και να επικεντρωθεί στο μεσοπρόθεσμο επίπεδο, καθώς η νομισματική πολιτική επηρεάζει τις τιμές σε ορίζοντα 12 έως 18 μηνών και θεωρείται σε μεγάλο βαθμό ανίσχυρη όσον αφορά το άμεσο μέλλον.
«Το ερώτημα είναι λοιπόν αν η ΕΚΤ θα τολμήσει να «αγνοήσει» αυτή την περίοδο υποεπίτευξης του στόχου της, ή αν υπάρχουν μεγαλύτερες ανησυχίες για τη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό καθώς αυτός μειώνεται», ανέφερε η Societe Generale σε σημείωμά της.
«Επίσης, δεν είμαστε τόσο πεπεισμένοι για την ανάγκη μείωσης των επιτοκίων τον Ιούλιο, δεδομένης της χαλάρωσης των εντάσεων στον εμπορικό πόλεμο και των ανθεκτικών οικονομικών στοιχείων, με αυξημένη πιθανότητα η ΕΚΤ να επιλέξει να κάνει παύση μετά τον Ιούνιο για να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες», προσέθεσε η Societe Generale.
Οι αναλυτές επίσης προβλέπουν παύση μετά τον Ιούνιο, αναμένοντας μόνο μία τελική μείωση προς το τέλος του έτους, που θα φέρει το επιτόκιο στο 1,75%.
Αν και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν είναι πρόθυμοι να στείλουν σαφή μηνύματα, αρκετοί, μεταξύ των οποίων ο Γάλλος Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, ο Φινλανδός Όλι Ρεν και ο Βέλγος Πιερ Βουντς, έχουν στείλει ήπια μηνύματα, ενισχύοντας τις προσδοκίες για τον Ιούνιο.
Άλλοι, μιλώντας ανεπίσημα, αναφέρουν ότι ο Ιούνιος είναι σε μεγάλο βαθμό δεδομένος και ότι η πραγματική συζήτηση αφορά τον Ιούλιο και μετά. Λένε ότι είναι ήδη ορατό ένα ξεκάθαρο στρατόπεδο, το οποίο επιδιώκει να καταστήσει σαφές ότι τώρα χρειάζεται μια παύση.
Ακόμη και αν ο Ιούλιος παραλειφθεί, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι πιθανό να διατηρήσουν την τάση τους προς περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής αργότερα μέσα στο έτος, καθώς ο εμπορικός πόλεμος έχει ήδη προκαλέσει ζημιά.
«Η τάση της ΕΚΤ προς χαλάρωση παραμένει ζωντανή», δήλωσε η TS Lombard. «Τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι αμερικανικοί δασμοί επιβραδύνουν την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη, ενώ θέτουν υπό αμφισβήτηση την ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας που είχε επισημανθεί, λόγω του πλήγματος που βίωσαν τα εταιρικά κέρδη».
Πηγή: newmoney.gr
- Διαβάστε επίσης: Η φορολογική μεταρρύθμιση πρέπει να γίνει εργαλείο ανάπτυξης