Το 2026 ξεκινά με προειδοποιητικά σήματα για την παγκόσμια οικονομία: η Morningstar DBRS βλέπει την ανάκαμψη του 2025 να εξασθενεί, το εμπόριο να μπαίνει σε ζώνη αναταράξεων και τα δημοσιονομικά ρήγματα να βαθαίνουν σε μεγάλες οικονομίες.
Σε ένα περιβάλλον στο οποίο η αβεβαιότητα παραμένει στο κόκκινο, ο οίκος εκτιμά ότι οι αναβαθμίσεις στο αξιόχρεο κρατών που είδαμε μέσα στο 2025, δύσκολα θα επαναληφθούν και την επόμενη χρονιά, ορίζοντας έτσι το παγκόσμιο outlook σε «ουδέτερο».
Από τις 45 δημόσιες αξιολογήσεις κρατών, οι 42 έχουν σταθερό trend, κάτι που σημαίνει ότι ο οίκος αναμένει κατά 90% να παραμείνουν αμετάβλητες στο επόμενο δωδεκάμηνο.
Προστατευτισμός
Η αμερικανική εμπορική πολιτική υπήρξε καθοριστικός παράγοντας αβεβαιότητας και, κατά περιόδους, μεταβλητότητας στις αγορές το 2025. Οι πραγματικοί δασμοί αυξήθηκαν, αλλά παραμένουν κάτω του 10% για τους περισσότερους βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Το πιο ορατό «ρήγμα» στις ροές εμπορίου αφορά τη μεγάλη αποσύνδεση ΗΠΑ–Κίνας, με τις κινεζικές εξαγωγές να ανακατευθύνονται προς άλλες αγορές.
Το εμπόριο θα παραμείνει πυρήνας κινδύνου και την επόμενη χρονιά. Η εξάρτηση από δικαστικές αποφάσεις και οι διαπραγματεύσεις ενόψει των αμερικανικών ενδιάμεσων εκλογών ενδέχεται να οδηγήσουν σε πιο προσεκτικές κινήσεις, αλλά τα απρόοπτα δεν αποκλείονται.
Η επικείμενη αναθεώρηση της συμφωνίας USMCA το 2026 δεν αναμένεται να έχει άμεσο αντίκτυπο – εκτός εάν η Ουάσιγκτον επιβάλει δασμούς εν μέσω διαπραγματεύσεων, κάτι που θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά τις βορειοαμερικανικές εφοδιαστικές αλυσίδες.
Από την άλλη η Ευρώπη και η Ασία δείχνουν επίσης σαφή στροφή στον προστατευτισμό ως απάντηση στη νέα πραγματικότητα, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τις νέες ευρωπαϊκές επιβαρύνσεις στις εισαγωγές χάλυβα.
Ομαλή προσγείωση
Στο μέτωπο της ανάπτυξης, το consensus δείχνει προς μια ομαλή προσγείωση της παγκόσμιας οικονομίας το 2026. Οι παράγοντες που στηρίζουν την ανάπτυξη:
- ισχυρή αγορά εργασίας και αύξηση πραγματικών μισθών,
- ώθηση στις επενδύσεις από την Τεχνητή Νοημοσύνη και την τεχνολογία.
Υπάρχει όμως μια σημαντική διχοτόμηση: τα νοικοκυριά με υψηλή καθαρή θέση συνεχίζουν να ενισχύουν την κατανάλωση, ενώ οι λιγότερο εύπορες οικογένειες πιέζονται από αυξανόμενα κόστη στέγασης, ενέργειας και χρέους. Αυτό δεν αναμένεται να εκτροχιάσει την ανάπτυξη, αλλά αυξάνει την ευπάθεια σε νέους κραδασμούς.
Ο πληθωρισμός έχει σχεδόν επιστρέψει κοντά στον στόχο των κεντρικών τραπεζών σε Καναδά και Ευρωζώνη, ενώ υποχωρεί και στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, με το κόστος στέγασης και ενέργειας να αποτελεί βασικό «καταλύτη».
Το 2026 οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες αναμένεται να κινηθούν προς ουδέτερες πολιτικές, με ήπιες μειώσεις επιτοκίων, ενώ η Τράπεζα της Ιαπωνίας θα συνεχίσει πιθανότατα με ήπιες αυξήσεις.
Το μεγάλο αγκάθι
Ο οίκος εντοπίζει τον μεγαλύτερο διαρθρωτικό κίνδυνο στο μέτωπο της δημοσιονομικής πολιτικής. Τα ελλείμματα σε πολλές μεγάλες οικονομίες –ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία, Κίνα, Βραζιλία, Ινδία– αναμένεται να διευρυνθούν το 2026.
Οι αιτίες:
- γήρανση του πληθυσμού και αυξημένες κοινωνικές δαπάνες,
- αυξημένες αμυντικές ανάγκες,
- υψηλότερο πραγματικό κόστος εξυπηρέτησης χρέους,
- μέτρια οικονομική ανάπτυξη.
Οι πιο ευάλωτες χώρες είναι εκείνες με πολωμένο πολιτικό σύστημα, που δυσκολεύεται να συμφωνήσει σε προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ta πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά των ΗΠΑ και της Γαλλίας.
Αντίθετα, Γερμανία και Καναδάς έχουν περιθώριο πιο χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής χωρίς να απειλείται η αξιολόγησή τους, ενώ η Ιαπωνία διατηρεί μεν υψηλό χρέος, αλλά προς το παρόν χωρίς άμεση πίεση στην πιστοληπτική της ικανότητα.
Ο οίκος DBRS υπογραμμίζει ότι τα δημοσιονομικά θα αποτελέσουν βασικό «βαρίδι» για τις αξιολογήσεις αρκετών χωρών, τόσο ανεπτυγμένων όσο και αναδυόμενων.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Γιατί η Κομισιόν συζητά να αυξηθούν οι φόροι στις κληρονομιές και στις πωλήσεις ακινήτων

