Πρωταρχικός στόχος παραμένει πάντα η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων σε όλα τα επίπεδα του εργασιακού και κοινωνικού βίου, αναφέρει σε διακήρυξη της για την Εργατική Πρωτομαγιά 2025 η ΔΕΟΚ, εκφράζοντας παράλληλα την ετοιμότητα της να υπερασπιστεί την ΑΤΑ ακόμη και με δυναμικά μέτρα εάν αυτό χρειαστεί.
Η ΔΕΟΚ στέλνει το μήνυμα ότι «χρειαζόμαστε και απαιτούμε αξιοπρεπείς και δίκαιους μισθούς που θα αμείβουν τους κόπους και την συμμετοχή μας στην παραγωγική διαδικασία» και «δεν χρειαζόμαστε την ελεημοσύνη του κράτους και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα».
«Μισθούς που θα διασφαλίζονται μέσα από ισχυρές συλλογικές συμβάσεις, που θα εφαρμόζονται καθολικά και δεν θα υπονομεύονται από τα ατομικά συμβόλαια», προσθέτει.
Αναφέρει επίσης ότι «τα τελευταία χρόνια, η πρωτοφανής έκρηξη του πληθωρισμού, η ακρίβεια που έχει γονατίσει χιλιάδες νοικοκυριά, η ανασφάλεια που έχει γκρεμίσει τα όνειρα των νέων μας, καθιστούν τη λειτουργία, επαναφορά αλλά και επέκταση της ΑΤΑ επιβεβλημένη».
«Η διάβρωση των μισθών ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα από την άνοδο των τιμών σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης οδηγεί στην αύξηση της φτώχειας και σε διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων», προσθέτει.
Αναφορικά με την επανέναρξη του κοινωνικού διαλόγου για την ΑΤΑ, η ΔΕΟΚ αναφέρει ότι σε αυτόν τον διάλογο προσέρχεται «με εποικοδομητικό πνεύμα αλλά και με ξεκάθαρες, κρυστάλλινες θέσεις», ότι «ο θεσμός πρέπει να διατηρήσει τα βασικά και θεμελιώδη του χαρακτηριστικά παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη».
Η ΔΕΟΚ αναφέρει ότι μαζί με το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα της Κύπρου είναι έτοιμη να υπερασπιστεί την ΑΤΑ ακόμη και με δυναμικά μέτρα εάν αυτό χρειαστεί.
Προσθέτει πως αναμένει από τον Υπουργό Εργασίας ως μεσολαβητής να συνδράμει ουσιαστικά για επίλυση της εργατικής διαφοράς δικαιωμάτων που έχει προκύψει, σημειώνοντας πως «οι όποιες θέσεις των εργοδοτών για εκσυγχρονισμό μοιάζουν να είναι εκ του πονηρού καθότι διαχρονική τους επιθυμία είναι το κουτσούρεμα και εν συνεχεία, η κατάργηση του θεσμού».
Επιπλέον, αναφέρει ότι η θέσπιση Γενικού Κατώτατου Μισθού αποτελούσε πάγιο αίτημα της το οποίο «εδράζεται στην βαθιά μας πεποίθηση ότι ο θεσμός θα συμβάλει σημαντικά στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και στη διασφάλιση αξιοπρεπών απολαβών για τους χαμηλόμισθούς εργαζόμενους».
«Θέλουμε αυτός ο μισθός να ανταποκρίνεται και στις ώρες εργασίας, κάτι το οποίο σήμερα δεν υπάρχει», προσθέτει.
Η ΔΕΟΚ αναφέρει πως παραμένει σταθερά προσηλωμένη στις θέσεις της για καθορισμό ωριαίου μισθού με βάση τις 38 ώρες εργασίας, για ενσωμάτωση στον κατώτατο μισθό και άλλων εργασιακών δικαιωμάτων όπως η ΑΤΑ, η υπερωριακή αποζημίωση, οι πληρωμένες αργίες, ο 13ος μισθός και άλλα για κατοχύρωση των ελάχιστων απολαβών όπως αυτές προβλέπονται στις Συλλογικές Συμβάσεις.
Αναφέρει επίσης μεταξύ άλλων ότι είναι υποχρέωση της Κυβέρνησης να αναπτύξει σχέδιο δράσης σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους ώστε οι συλλογικές συμβάσεις να καλύπτουν μέχρι και το 80% των εργαζομένων και προσθέτει πως αποτελεί στόχο της η αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά εργασίας, η ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και η πραγματική βελτίωση στους όρους απασχόλησης και στις εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων.
Επιπλέον, η ΔΕΟΚ αναφέρει ότι συνεχίζει τη δράση για την υπεράσπιση και περιφρούρηση του ΓεΣΥ και διεκδικεί μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος για αξιοπρεπείς συντάξεις, και ταυτόχρονα επέκταση του θεσμού των Ταμείων Προνοίας σε περισσότερους εργαζόμενους, αλλά και σημαντική ελάφρυνση της άδικης αναλογιστικής μείωσης των συντάξεων από το 63ο έτος για τους εργαζόμενους/ες που απασχοληθήκαν για πολλά χρόνια σε βαριά χειρωνακτικά επαγγέλματα.
Διαβάστε επίσης: Γιατί η Blackrock βλέπει την Ε.Ε. ως νικήτρια σε έναν πόλεμο δασμών