Με τις αμερικανικές μετοχές κοντά σε ιστορικά υψηλά και την τεχνητή νοημοσύνη να τροφοδοτεί αποτιμήσεις που θυμίζουν άλλες εποχές, τα βλέμματα στρέφονται ξανά στους επενδυτές που ποντάρουν στην πτώση της αγοράς.
Τρεις από τους πιο γνωστούς short-sellers της Wall Street μιλούν στον Economist για το αν διαμορφώνεται νέα φούσκα, πότε μπορεί να «γυρίσει» ο κύκλος και ποιοι κίνδυνοι κρύβονται πίσω από το επενδυτικό αφήγημα της AI.
«Δεν μπορώ παρά να γελάσω», λέει ο Jim Chanos όταν τον ρωτούν αν οι επενδυτές έχουν παρασυρθεί από υπερβολική αισιοδοξία για την τεχνητή νοημοσύνη. «Έχουμε φτάσει στο στάδιο των data centers στο διάστημα. Υπάρχουν πολύ έξυπνοι άνθρωποι που γράφουν σοβαρά γιατί αυτό είναι απολύτως λογικό».
Από τη SpaceX και τη Blue Origin έως την Alphabet, μεγάλες εταιρείες σχεδιάζουν να απελευθερώσουν την υπολογιστική ισχύ της AI από τους περιορισμούς της Γης και να τη στείλουν σε τροχιά.
Για τον Chanos —ίσως τον πιο έμπειρο short-seller της Wall Street— τέτοιες φαραωνικές φιλοδοξίες χτυπούν καμπανάκια κινδύνου. Κι όμως, ακόμη και ο ίδιος διστάζει να μιλήσει ξεκάθαρα για «φούσκα». «Αυτό θα το ξέρουμε μόνο εκ των υστέρων», λέει.
Όταν οι αποτιμήσεις αγγίζουν το dot-com
Θα περίμενε κανείς ότι οι short-sellers —επενδυτές που ποντάρουν στην πτώση των μετοχών— θα ανυπομονούν για τη μεγάλη στιγμή τους. Οι αγορές βρίσκονται κοντά σε ιστορικά υψηλά και οι παραδοσιακοί δείκτες αποτίμησης δείχνουν ότι οι αμερικανικές μετοχές είναι εξίσου ακριβές με εκείνες της εποχής της φούσκας του dot-com, αν όχι ακριβότερες.
Οι επενδυτές δείχνουν τέτοια πίστη στις –ακόμη ανεπιβεβαίωτες– δυνατότητες κερδοφορίας της AI, ώστε χρηματοδοτούν ακόμη και ιδέες για data centers… σε τροχιά γύρω από τη Γη. Με τις προσδοκίες τόσο ψηλά, το στοίχημα της απογοήτευσης μοιάζει δελεαστικό.
Για να δοκιμάσει αυτή τη σκέψη, ο Economist μίλησε με τρεις από τους πιο γνωστούς short-sellers της Αμερικής.
- Ο Jim Chanos έγινε θρύλος όταν προέβλεψε την κατάρρευση της Enron το 2001.
- Ο Carson Block ξεχώρισε το 2011, όταν «γκρέμισε» τη Sino-Forest, αποκαλύπτοντας εκτεταμένη απάτη.
- Ο Andrew Left είχε ανάμεσα στις μεγαλύτερες επιτυχίες του τη Valeant, την οποία χαρακτήρισε «φαρμακευτική Enron» πριν την κατάρρευσή της.
Αν και οι υποθέσεις απάτης τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας, και οι τρεις στοχεύουν συχνά και εταιρείες που απλώς θεωρούν αδικαιολόγητα ακριβές. Ο Left, για παράδειγμα, πόνταρε φέτος κατά της Palantir, μιας εταιρείας ανάλυσης δεδομένων με εκρηκτική αποτίμηση.
Φούσκα ή απλώς υπερβολή;
Παρά τα προφανή κίνητρα να βλέπουν τα πράγματα απαισιόδοξα, οι απόψεις τους καλύπτουν όλο το φάσμα της αγοράς.
Ο Chanos μιλά για «ευφορία που θυμίζει την εποχή πριν από 25 χρόνια», σημειώνοντας ότι οι ιδιώτες επενδυτές είναι σήμερα ακόμη πιο εκτεθειμένοι στο χρηματιστήριο απ’ ό,τι την εποχή του dot-com. Για εκείνον έχουμε αναμφίβολα φούσκα.
Ο Block διαφωνεί: «Δεν βλέπω μια τεράστια φούσκα», λέει, τονίζοντας ότι οι εταιρείες με τις υψηλότερες αποτιμήσεις παρουσιάζουν ισχυρή αύξηση κερδών.
Ο Left εκτιμά ότι «η αγορά είναι πολύ “βαριά” και η τεχνολογία πολύ συναρπαστική» για μια απότομη κατάρρευση. «Αλλά μια αποσυμπίεση είναι πιθανή, όταν ο κύκλος γυρίσει».
Το γύρισμα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει
Και οι τρεις συμφωνούν σε ένα πράγμα: κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα έρθει η στροφή. «Να διαλέξεις τη στιγμή που η Wall Street θα έχει τη δική της “στιγμή αποκάλυψης”; Δεν γίνεται», λέει ο Left.
Ο Chanos θυμάται το 2000. Η αγορά απλώς άρχισε να πέφτει, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο ξεκάθαρο αρνητικό αφήγημα. Οι πωλήσεις στις τηλεπικοινωνίες συνέχισαν να αυξάνονται για μήνες. Όμως, όταν σε ένα επίπεδο τιμών όλοι οι νέοι αγοραστές έβρισκαν πρόθυμους πωλητές και οι τιμές σταμάτησαν να ανεβαίνουν, «τότε άρχισε ο φόβος».
Κάτι παρόμοιο βλέπει και για την AI: πρώτα η κορύφωση, μετά η αμφισβήτηση — ακυρώσεις παραγγελιών, αποτυχία μετατροπής της τεχνολογίας σε κέρδη. Οι short-sellers, λέει ο Left, μπορούν να κινηθούν, αλλά «αφού χάσουν το πρώτο 15%-20% της πτώσης».
Οι τρεις μεγάλοι κίνδυνοι
Ο πρώτος είναι η ίδια η αβεβαιότητα της AI: ποιοι τελικά θα κερδίσουν και ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες αναμένεται να επενδύσουν περίπου 5 τρισ. δολάρια έως το 2030. Για να βγουν αυτοί οι αριθμοί, θα χρειαστούν επιπλέον έσοδα 600 δισ. δολαρίων τον χρόνο, σύμφωνα με την JPMorgan. «Θα τα πληρώσουν οι επιχειρήσεις ή οι καταναλωτές; Θες πραγματικά να είσαι αυτός που θα το μαντέψει;» αναρωτιέται ο Left.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι τα αμερικανικά νοικοκυριά έχουν περισσότερα να χάσουν από ποτέ. Οι μετοχές αντιστοιχούν πλέον σε πάνω από 30% των συνολικών τους περιουσιακών στοιχείων —το υψηλότερο ποσοστό από το 1945.
Ο τρίτος είναι η απάτη. «Ο κύκλος της απάτης ακολουθεί τον χρηματοοικονομικό κύκλο με καθυστέρηση», λέει ο Chanos. Και αυτή τη φορά, πολλοί από τους ανθρώπους που συνήθιζαν να την αποκαλύπτουν έχουν αποδυναμωθεί.
Λιγότεροι κυνηγοί, περισσότερος κίνδυνος
Οι αρχές τα τελευταία χρόνια έχουν στρέψει το βλέμμα τους περισσότερο στους short-sellers παρά στις εταιρείες που καταγγέλλουν. Έρευνες του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, διώξεις και νομικές περιπέτειες έχουν περιορίσει τη δράση τους.
Όταν η σημερινή αισιοδοξία ξεθωριάσει, οι αγορές ίσως ανακαλύψουν ότι υπάρχουν λιγότεροι έμπειροι «ντετέκτιβ» για να αποκαλύψουν όσα κρύφτηκαν στην άνοδο. Και αυτό μπορεί να αποδειχθεί ο πιο επικίνδυνος οιωνός για την επόμενη φούσκα.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Κονδύλια στον προϋπολογισμό 2026 και για έργα που έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί

