Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξαν τελικά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας, το οποίο προβλέπει δασμούς 15%, με τους αναλυτές να μιλούν για νίκη Τραμπ με τις Βρυξέλλες να επιλέγουν έναν κατά πολύ υψηλότερο συντελεστή από αυτόν που ισχύει σήμερα, προκειμένου να αποφύγουν έναν ευρύτερο εμπορικό πόλεμο, με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, εκτός από τον δασμολογικό συντελεστή 15% υπάρχουν επιμέρους στοιχεία της συμφωνίας, που προκαλούν προβληματισμό. Ένα εξ αυτών είναι η προφανής δέσμευση της ΕΕ να αυξήσει μαζικά τις εισαγωγές ενέργειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξάλλου, η υπόσχεση αυτή είχε εκφραστεί επανειλημμένως ως ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των Ευρωπαίων.
Όπως έχει γίνει γνωστό, η συμφωνία στην οποία κατέληξαν ο Ντόναλντ Τραμπ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη Σκωτία, προβλέπει εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ στην ΕΕ, οι οποίες επί του παρόντος είναι κυρίως αργό πετρέλαιο και υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), ύψους 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για τρία χρόνια.
Πρόκειται για ένα τεράστια -σχεδόν παραληρηματικό (όπως τον χαρακτηρίζουν αναλυτές) επίπεδο εισαγωγών που η ΕΕ ουσιαστικά δεν έχει καμία πιθανότητα να καλύψει και ένα επίπεδο που οι Αμερικανοί παραγωγοί θα δυσκολεύονταν επίσης να προμηθεύσουν.
Ο αριθμοί αποκαλύπτουν…
Ακόμα κι αν η ΕΕ κατάφερνε με κάποιο τρόπο να αυξήσει τις εισαγωγές ενέργειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες στα 250 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, αυτό θα αποδεικνυόταν επίσης εξαιρετικά ανατρεπτικό για τις ενεργειακές ροές σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Το μέγεθος της πρόκλησης είναι τεράστιο, σχεδόν δυστοπικό, και οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσαν οι ενεργειακοί αναλυτές Kpler, και παραθέτει το Reuters, τ0 2024 τα 28 της ΕΕ εισήγαγαν 3,38 δισεκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου που μεταφέρεται μέσω θαλάσσης το 2024.
Υποθέτοντας ότι ο όγκος πωλήσεων για το 2025 παραμένει ο ίδιος και η τιμή που καταβάλλεται ανά βαρέλι είναι κατά μέσο όρο περίπου 70 δολάρια, αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ θα πληρώσει περίπου 236,6 δισεκατομμύρια δολάρια για το αργό πετρέλαιο της.
Οι εισαγωγές της ΕΕ από τις Ηνωμένες Πολιτείες ανήλθαν σε 573 εκατομμύρια βαρέλια το 2024, οι οποίες, εάν επαναληφθούν φέτος, θα αποτιμηθούν σε περίπου 40,1 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι εισαγωγές
Τώρα, όσον αφορά το LNG, η ΕΕ εισήγαγε 82,68 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2024, ποσό που θα είχε κοστίσει περίπου 51,26 δισεκατομμύρια δολάρια, λαμβάνοντας υπόψη μία μέση τιμή περίπου 12 δολαρίων ανά εκατομμύριο βρετανικών θερμικών μονάδων (mmBtu). Σημειώνεται ότι, οι εισαγωγές του LNG από τις Ηνωμένες Πολιτείες ανήλθαν σε 35,13 εκατομμύρια τόνους το 2024, αξίας περίπου 21,78 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Παράλληλα, η ΕΕ αγοράζει άνθρακα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος προέρχεται κυρίως από μεταλλουργικό άνθρακα υψηλότερης αξίας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή χάλυβα. Οι συνολικές εισαγωγές μεταλλουργικού άνθρακα στην ΕΕ το 2024 ανήλθαν σε 6,72 δισεκατομμύρια δολάρια, με μέση τιμή 200 δολάρια ανά τόνο, ενώ οι εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτιμήθηκαν σε 2,67 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αν προσθέσει λοιπόν κάποιος την αξία των εισαγωγών αργού πετρελαίου, υγροποιημένου φυσικού αερίου και μεταλλουργικού άνθρακα από την ΕΕ, προκύπτει ένα σύνολο περίπου 64,55 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2024.
Αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 26% των 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων που η ΕΕ υποτίθεται ότι θα πρέπει να για την ενέργεια των ΗΠΑ ετησίως βάσει της συμφωνίας-πλαισίου. Τώρα, αν η ΕΕ αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικού αργού πετρελαίου, υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και μεταλλουργικού άνθρακα στα 250 δισεκατομμύρια δολάρια, το ποσό αυτό θα αντιπροσώπευε το 85% των συνολικών δαπανών της για αυτά τα ενεργειακά προϊόντα.
Οι αμερικανικές εξαγωγές
Από πλευράς προσφοράς, τα στοιχεία της Kpler δείχνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξήγαγαν 1,45 δισεκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου το 2024, αξίας 101,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην τιμή των 70 δολαρίων το βαρέλι. Οι αποστολές LNG στις ΗΠΑ ανήλθαν σε 87,05 εκατομμύρια τόνους το 2024, αξίας περίπου 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων με μέση τιμή 12 δολαρίων ανά mmBtu. Οι ΗΠΑ εξήγαγαν 51,53 εκατομμύρια τόνους μεταλλουργικού άνθρακα το 2024, αξίας 10,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων με μέση τιμή 200 δολαρίων ανά τόνο.
Συνδυάζοντας την αξία και των τριών ενεργειακών προϊόντων, προκύπτει ένα σύνολο 165,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που σημαίνει ότι ακόμη και αν η ΕΕ αγόραζε ολόκληρη την ποσότητα, θα υστερούσε κατά πολύ από τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυταπάτη…
Και όπως επισημαίνει το Reuters, η κλίμακα της αυταπάτης αυτής πιθανότατα υπερβαίνει αυτό που συμφώνησαν ο Τραμπ και η Κίνα στη λεγόμενη εμπορική συμφωνία Φάσης 1 τον Δεκέμβριο του 2019, βάσει της οποίας η Κίνα έπρεπε να αγοράσει 200 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον ενέργειας από τις ΗΠΑ μέχρι το τέλος του 2021.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Κίνα δεν πλησίασε ποτέ καν την αγορά αυτού του επιπέδου και οι εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ δεν έφτασαν καν σε αυτά που ήταν πριν ο Τραμπ ξεκινήσει τον πρώτο εμπορικό του πόλεμο το 2017.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες επιφυλάξεις όσον αφορά την εξέταση της συμφωνίας-πλαίσιο μεταξύ Τραμπ και Φον ντερ Λάιεν.
Το πρώτο είναι ότι δεν είναι γνωστές όλες οι λεπτομέρειες και τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια ενέργειας λέγεται ότι περιλαμβάνουν επίσης πυρηνικά καύσιμα, αν και αυτή θα είναι μια μικρή μόνο αξία ακόμη και αν συμπεριληφθεί.
Το δεύτερο είναι ότι η συμφωνία πιθανότατα θα περιλαμβάνει εξευγενισμένα καύσιμα, με τις εξαγωγές των ΗΠΑ προς την ΕΕ προϊόντων όπως το ντίζελ να ανέρχονται σε σχεδόν 110 εκατομμύρια βαρέλια το 2024, αξίας περίπου 10,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, λαμβάνοντας υπόψη μία τιμή 100 δολαρίων το βαρέλι.
Αλλά εξακολουθεί να είναι σαφές ότι η δέσμευση για αγορά ενέργειας από τις ΗΠΑ αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι εντελώς μη ρεαλιστική και ανέφικτη.
«Οι έξυπνοι άνθρωποι στην αίθουσα πρέπει να το γνωρίζουν αυτό, γεγονός που θέτει το ερώτημα γιατί να συμφωνήσουν με έναν προφανώς γελοίο αριθμό; Τι συμβαίνει όταν η αναπόφευκτη αποτυχία γίνεται αντιληπτή; Ίσως η ΕΕ ελπίζει στο ίδιο αποτέλεσμα με την Κίνα με τον πρώτο εμπορικό πόλεμο με τον Τραμπ το 2019.
Χαμήλωσε το χρονοδιάγραμμα, μίλα ευγενικά και ήλπιζε ότι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι πιο εύκολος στη συνεργασία», σχολιάζει ο αρθρογράφος του Reuters, Κλάιντ Ράσελ.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Πώς φτάσαμε στο deal ΗΠΑ – ΕΕ – Η γλυκόπικρη γεύση του 15%