Απόφοιτοι Ψυχολογίας σε θεσμική ομηρία – μπλεγμένοι σε διαμάχη για τον νόμο

Μπλεγμένοι ανάμεσα σε γνωματεύσεις, υπουργικές αποφάσεις και εσωτερικούς κανονισμούς, νέοι απόφοιτοι ψυχολογίας παραμένουν εκτός Μητρώου, ενώ οι θητείες Υπουργείων και Συμβουλίων αλλάζουν και το νομικό πλαίσιο μένει θολό.

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Από τις αρχές του 2023 απόφοιτοι Ψυχολογίας καταγγέλλουν ότι παραμένουν εκτός Μητρώου Εγγεγραμμένων Ψυχολόγων, άρα και εκτός επαγγέλματος, παρότι πληρούν τα κριτήρια του νόμου. Η ουσία της σύγκρουσης είναι η ερμηνεία της πρακτικής άσκησης και οι διαφορετικές ερμηνείες του «Περί Εγγραφής Ψυχολόγων» Νόμος.

Ο εσωτερικός κανονισμός του 2014 του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων (ΣΕΨ), οι γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας που απορρίπτουν την ισχύ του ως πρόσθετου κανόνα, οι ιεραρχικές προσφυγές αποφοίτων που έγιναν δεκτές από τον Υπουργό Υγείας και μια πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου που έκρινε απαράδεκτη προσφυγή του ίδιου του ΣΕΨ κατά υπουργικής απόφασης συνθέτουν ένα αρκετά περίπλοκο ζήτημα. Το θέμα έχει λάβει και έντονη πολιτική χροιά, με δημόσιες τοποθετήσεις κομμάτων προς αντίθετες κατευθύνσεις.

Το νομικό πλαίσιο – τι προβλέπει (και τι δεν προβλέπει) ο νόμος

Ο «περί Εγγραφής Ψυχολόγων» Νόμος 68(I)/1995 ορίζει στο άρθρο 8 ότι ο υποψήφιος για εγγραφή στο Μητρώο Εγγεγραμμένων Ψυχολόγων πρέπει να διαθέτει:

  • πτυχίο ψυχολογίας,
  • μεταπτυχιακό δύο (2) ετών σε εγκεκριμένη ειδικότητα εφαρμοσμένης ψυχολογίας (κλινική, συμβουλευτική, σχολική/εκπαιδευτική, δικαστική/δικανική, οργανωτική/βιομηχανική), και
  • πρακτική άσκηση 1.000 ωρών, εκ των οποίων οι 500 ώρες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μεταπτυχιακού προγράμματος.

Εάν ο αιτητής έχει συμπληρώσει τις 500 ενσωματωμένες ώρες αλλά όχι το σύνολο των 1.000, ο νόμος προβλέπει συμπλήρωση των υπολειπομένων με εποπτευόμενη πρακτική άσκηση (άρθρο 8(5)), η οποία δύναται να πραγματοποιηθεί σε κρατικές υπηρεσίες ή ιδιωτικούς οργανισμούς που εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και αξιολόγηση, ή ιδρύματα/υπηρεσίες που υποδεικνύονται από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα όπου αποκτήθηκε το μεταπτυχιακό προσόν.

Δεν υπάρχει διάταξη που να απαιτεί υποχρεωτικά «νοσηλευτική» ή «εκπαιδευτική» δομή ή συγκεκριμένο ποσοτικό κριτήριο «άμεσης πρακτικής». Το άρθρο 11 απαγορεύει την άσκηση του επαγγέλματος χωρίς εγγραφή, ενώ το άρθρο 13 ορίζει ότι οι ειδικότητες και τα συναφή καθήκοντα ρυθμίζονται θεσμικά (νόμοι/κανονισμοί), όχι με εσωτερικές οδηγίες.

2014: το «σημείωμα ερμηνείας» του ΣΕΨ που έγινε σημείο τριβής

Στις 31 Ιανουαρίου 2014 το ΣΕΨ υιοθετεί εσωτερικό «Σημείωμα σχετικά με την ερμηνεία του όρου “πρακτική άσκηση”». Ουσιαστικά ο ΣΕΨ απαιτεί όπως η άμεση πρακτική άσκηση να αποτελεί τουλάχιστον 50% του συνόλου των ωρών και να σχετίζεται με το αντικείμενο του κλάδου της ψυχολογίας που επέλεξε ο υποψήφιος. Διαβάστε το εσωτερικό σημείωμα εδώ: 

Για παράδειγμα για την Κλινική Ψυχολογία, η άμεση πρακτική να εκτελείται «σε δομές ψυχικής υγείας που νοσηλεύουν πρόσωπα με σοβαρή ψυχοπαθολογία».

Το κείμενο αυτό δεν έχει τυπική ισχύ νόμου ή κανονισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με αναφορές αποφοίτων και ακαδημαϊκών τμημάτων, συγκεκριμένα Διοικητικά Συμβούλια του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων φέρεται να το εφαρμόζουν ως δεσμευτικό κριτήριο απορρίπτοντας αιτήσεις, ακόμη και όταν οι αιτούντες πληρούν τα οριζόμενα στον νόμο (π.χ. έχουν 1.000 ώρες πρακτικής εντός και εκτός προγράμματος όπως προβλέπεται).

Η θέση της Νομικής Υπηρεσίας (2014 και 2024)

  • 12/12/2014: Γνωμάτευση προς το τότε Υπουργείο Παιδείας αναφέρει ότι ο νόμος δεν παρέχει στο ΣΕΨ εξουσία να «αναδιατυπώνει» την έννοια της «πρακτικής άσκησης» ούτε να θέτει επιπρόσθετα κριτήρια πέρα από τα νομοθετημένα.Διαβάστε την γνωμάτευση εδώ: 
  • 28/11/2024: Νεότερη γνωμάτευση προς το Υπουργείο Υγείας επαληθεύει ότι η θέση του 2014 εξακολουθεί να ισχύει.

Οι δύο αυτές γνωματεύσεις έχουν καθοριστικό ρόλο στις μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις που ακύρωσαν απορρίψεις του ΣΕΨ.

2017–2023: ομαλή ροή εγγραφών – 2023–2025: απότομη μεταστροφή

Από στοιχεία και μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε, κατά τις περιόδους 2017–2020 και 2020–2023 δεν απαιτήθηκαν από τα τότε συμβούλια του ΣΕΨ τα επιπρόσθετα στοιχεία του «σημειώματος» του 2014 ως γενική προϋπόθεση εγγραφής. Από το 2023 και εξής, το υφιστάμενο ΣΕΨ:

  • καλεί αιτητές σε ανεπίσημες συναντήσεις (διαδικασία μη προβλεπόμενη από τον νόμο),
  • ζητεί επιπλέον ώρες πρακτικής άσκησης με προκαθορισμένο τέλος ανά ώρα

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι απόφοιτοι με τυπικά ισοδύναμα προσόντα σε σχέση με συναδέλφους που εγγράφηκαν τα προηγούμενα χρόνια, μένουν εκτός Μητρώου για αόριστο διάστημα. Οι ίδιοι απόφοιτοι κάνουν λόγο για άνιση μεταχείριση και ανασφάλεια δικαίου.

Οι ιεραρχικές προσφυγές - Τι επιτρέπει ο νόμος και πώς κρίθηκαν

Από το 2017 ισχύει ο Ν. 183(Ι)/2017 («περί Συμβουλίων Εγγραφής Επαγγελματιών του Τομέα της Υγείας (Άσκηση Ιεραρχικής Προσφυγής)»). Το άρθρο 5(4) δίνει στον Υπουργό Υγείας την εξουσία να επικυρώνει, ακυρώνει, τροποποιεί ή να εκδίδει νέα απόφαση στη θέση της προσβαλλόμενης απόφασης του συμβουλίου. Το άρθρο 5(5) ορίζει ότι δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά της υπουργικής απόφασης έχει «πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού».

Με βάση αυτή τη διαδικασία πρώην και νυν Υπουργοί Υγείας έκαναν δεκτές ιεραρχικές προσφυγές αποφοίτων και ακύρωσαν αποφάσεις του ΣΕΨ που απαιτούσαν επιπλέον πρακτική.

Ενδεικτικά (10/03/2025) στην απόφαση για την ΕΜ (Κλινική Ψυχολογία), (Διαβάστε την Υπουργική Απόφαση εδώ: 

 ο Υπουργός σημειώνει ότι, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας (2014 και 28/11/2024), το ΣΕΨ δεν έχει εξουσία να επανακαθορίζει την «πρακτική άσκηση» και αποφασίζει όπως:

«(α) να ακυρώσω την απόφαση του ΣΕΨ… για παραπομπή της ΕΜ για ολοκλήρωση τουλάχιστον 300 ωρών πρακτικής άσκησης στην ειδικότητα της Κλινικής Ψυχολογίας…
(β) την εγγραφή της ΕΜ στο Μητρώο Εγγεγραμμένων Ψυχολόγων με την ειδικότητα της Κλινικής Ψυχολογίας.»

Παρά τις υπουργικές αποφάσεις, το ΣΕΨ δεν προχώρησε σε άμεση εγγραφή, προσφεύγοντας στο Διοικητικό Δικαστήριο.

22 Ιουλίου 2025: απόφαση-κλειδί του Διοικητικού Δικαστηρίου

Στην υπόθεση Αρ. 1733/2024 (ΣΕΨ κ. Κυπριακής Δημοκρατίας/Υπ. Υγείας), που αφορούσε απόφοιτη Σχολικής/Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του ίδιου του ΣΕΨ κατά υπουργικής απόφασης που έκανε δεκτή ιεραρχική προσφυγή της υποψήφιας και ζητούσε την εγγραφή της, κάνοντας δεκτή την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ΣΕΨ αναφέρει ότι πρόκειται για ενδοστρεφή προσφυγή (διοικητικό όργανο κατά απόφασης άλλου διοικητικού οργάνου), που δεν επιτρέπεται ελλείψει ρητής νομοθετικής πρόβλεψης.

Στο σκεπτικό σημειώνεται, μεταξύ άλλων, «…τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο δεν την έχει το εκάστοτε συμβούλιο αλλά πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού (άρθρο 5(5) Ν. 183(Ι)/2017)… Η απόφαση του Υπουργού φέρει το τεκμήριο νομιμότητας και τυγχάνει εφαρμογής, εκτός εάν ανατραπεί…»

Με απλά λόγια: όταν ο Υπουργός αποδέχεται την ιεραρχική προσφυγή, η απόφαση ισχύει και πρέπει να εκτελείται ώσπου –αν και εφόσον– ακυρωθεί μετά από προσφυγή προσώπου που επηρεάζεται. Το ίδιο το ΣΕΨ δεν έχει τέτοιο δικαίωμα.

Η πολιτική διάσταση και η στήριξη από ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ

Το ζήτημα έχει λάβει και κομματική χροιά με τα δύο μεγάλα κόμματα να στηρίζουν τις θέσεις του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων ως ακολούθως:

  • ΔΗΣΥ: ζητεί «εξειδικευμένη και στοχευμένη» πρακτική άσκηση ανά ειδικότητα και κρούει τον κώδωνα για «γενικευμένη αποδοχή πρακτικών χωρίς επαρκή έλεγχο εξειδίκευσης», ως κίνδυνο υποβάθμισης του επαγγέλματος.
  • ΑΚΕΛ: μετά από συνάντηση με το ΣΕΨ (4/9/2025) ζήτησε να «γίνει σεβαστή η αυτονομία του ΣΕΨ» και κατήγγειλε ότι ο Υπουργός «θεσμοθετεί αναξιοκρατική διαδικασία» αποδεχόμενος ιεραρχικές προσφυγές «σε αντίθεση με τα τεκμηριωμένα επιχειρήματα» του Συμβουλίου, κάνοντας λόγο για «μικροκομματικές σκοπιμότητες».

Οι τοποθετήσεις δείχνουν ότι η διαφωνία δεν είναι μόνο νομική αλλά θεσμική και πολιτική αφού αφήνεται μετέωρο από τα δύο κόμματα το ποιος έχει τον τελικό λόγο στην οριοθέτηση της «ποιοτικής» πρακτικής. Είναι η υφιστάμενη νομοθεσία και οι διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας της ανώτερης εκπαίδευσης ή το επαγγελματικό συμβούλιο μέσω κανονισμών του που θα αποφασίζει την πρακτική των υποψήφιων ψυχολόγων;

Το 2016 δημοσιεύματα αναφέρουν «γκανκστερικές απειλες»

Σημειώνουμε, επίσης, ότι το 2016 κυκλοφόρησαν επώνυμες καταγγελίες για «γκάνγκστερικες απειλές», στον απόηχο αντίστοιχων τριβών για εγγραφές και κανονισμούς με πρωταγωνιστές το ΔΣ του Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων.

Ο τότε Υπουργός Υγείας είχε άρει πλήρως την εμπιστοσύνη του στο Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων ενώ ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Υγείας είχε αναφέρει σε έντονο ύφος ότι «Ψυχολόγοι αναμένουν έξι χρόνια μέσω δικαστηρίων να εγγραφούν και πλέον μέσω των δευτεροβάθμιων οργάνων θα μπορούν να εξετάζεται η αίτηση ή προσφυγή τους σε έξι βδομάδες», αναφερόμενος στην θέσπιση τότε του δικαιώματος της ιεραρχικής προσφυγής που αναφέρθηκε πιο πάνω.

Παραιτήσεις ως ένδειξη διαμαρτυρίας

Τον Ιανουάριο του 2024, ο Σύνδεσμος Ψυχολόγων Κύπρου (ΣΨΚ) ανακοίνωσε ότι αποσύρει τους εκπροσώπους του από το ΣΕΨ ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αντιμετώπιση ενός συνόλου ιδιαιτέρως κρίσιμων θεμάτων που αφορούν το επάγγελμα. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι, από τη θητεία του παρόντος ΣΕΨ, ο ΣΨΚ είχε επανειλημμένα κοινοποιήσει στο Υπουργείο Υγείας τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του κυρίως για αποφάσεις του ΣΕΨ που, κατά τον ΣΨΚ, ελήφθησαν παράτυπα ή χωρίς τη δέουσα διαβούλευση.

Στην ανακοίνωση του ΣΨΚ οι λόγοι παραίτησής τους από τον ΣΕΨ αναφέρονται οι εξής: α) θέσπιση αποκλειστικών καθηκόντων ειδικοτήτων χωρίς νόμιμη διαδικασία, β) επιβολή νέων κριτηρίων για πρακτική άσκηση που, σύμφωνα με τον ΣΨΚ, δεν δύναται να θεσπιστούν από το ΣΕΨ υπό το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Ο ΣΨΚ σημείωνε τότε ότι αναγνωρίζει και επισημαίνει την ανάγκη διαβούλευσης και επικοινωνίας μεταξύ του ΣΕΨ, του ΔΙΠΑΕ και των Πανεπιστημίων ώστε να συζητηθούν οι ανησυχίες που δύναται να υπάρχουν αναφορικά με ζητήματα της εποπτευόμενης πρακτικής άσκησης και προβλήματα που αυτά μπορεί να δημιουργούν. Αυτό όμως πρέπει να γίνει με τον θεσμικά ορθό τρόπο, υπογράμμιζε.

Η απάντηση του Συμβουλίου Εγγραφής Ψυχολόγων

Σε απάντηση των καταγγελιών, το Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων (ΣΕΨ) απορρίπτει ως «αδόκιμο και αβάσιμο» τον χαρακτηρισμό «θεσμική ομηρία». Όπως αναφέρει σε επιστολή του προς το Economy Today (30/10/2025), τα κριτήρια για την πρακτική άσκηση θεσπίστηκαν το 2014 «ύστερα από νομική γνωμάτευση» και βασίστηκαν σε ευρωπαϊκές οδηγίες και προγράμματα πανεπιστημίων της ημεδαπής και αλλοδαπής. Το ΣΕΨ υποστηρίζει ότι «δεν έχει διαφοροποιήσει τα κριτήρια από το 2014» και ότι αξιολογεί με «ενιαίο τρόπο» όλα τα προγράμματα, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας.

Το Συμβούλιο επικαλείται τις ευρωπαϊκές Οδηγίες 2005/36/ΕΚ και 2024/0068 για την πρακτική άσκηση, τον νόμο περί Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (Ν. 31(Ι)/2008) και τον νόμο περί Αναλογικότητας (Ν. 174(Ι)/2021), σημειώνοντας ότι έχει θεσμική αρμοδιότητα να ερμηνεύει τον όρο «πρακτική άσκηση» και να θέτει ποιοτικά κριτήρια, όπως η εμπειρία σε «δομές που αντιμετωπίζουν σοβαρή ψυχοπαθολογία».

Στην επιστολή τονίζεται επίσης ότι «η εγγραφή μη επαρκώς εκπαιδευμένων ατόμων» θα συνιστούσε «παράκαμψη του ελεγκτικού ρόλου του ΣΕΨ» και θα έθετε «σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία», ιδίως σε κλάδους που αφορούν παιδιά και ευάλωτες ομάδες. Το ΣΕΨ απορρίπτει κάθε υπόνοια πολιτικής παρέμβασης και δηλώνει ότι θα συνεχίσει να ενεργεί «αταλάντευτα με βάση τον νόμο και τη θεσμική του αποστολή».

«Να επιλυθούν οριστικά τα κενά που υπάρχουν»

Τέλος, ο ΣΕΨ στην επιστολή που απέστειλε στο Economy Today σημειώνει πως «πρόσφατα, στη συνεδρία της Επιτροπής Υγείας της Βουλής στις 16.10.2025, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Υγείας κ. Ευθύμιος Δίπλαρος, δήλωσε πως σε συνομιλίατου με τον αρμόδιο Υπουργό Υγείας ενημερώθηκε πως το προσχέδιο θα κατατεθεί στη Βουλή έως το τέλος Οκτωβρίου. Ευελπιστούμε πως όλοι οι φορείς με συναίσθηση της ευθύνης που προκύπτει σε σχέση με την αναγκαιότητα της διασφάλισης της δημόσιας υγείας να οδηγήσουν τα πράγματα προς εκτόνωση της δυσλειτουργίας που προκύπτει. Σημειώνεται επίσης, πως όλες οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και ο Παγκύπριος Σύλλογος Ψυχολόγων και ο Σύνδεσμος Ψυχολόγων Κύπρου, έχουν καταθέσει προς τον Υπουργό Υγείας τα σχόλιά τους και ήδη έχει δοθεί το αναγκαίο χρονικό διάστημα για ολοκλήρωση της διαβούλευσης και θεωρούμε πως είναι άμεσα αναγκαία η ολοκλήρωση της διαδικασίας και η άμεση ψήφιση των σχετικών Κανονισμών. Κανονισμοί οι οποίοι, εκκρεμούν εδώ και πέραν της δεκαετίας και οι οποίοι στο παρελθόν κατατέθηκαν και αποσύρθηκαν, κανονισμοί αναγκαίοι διότι θα λύσουν διάφορα ζητήματα στο οποίο σαφώς υπάρχει διαπιστωμένο κενό.»

Ένα ζήτημα που πρέπει να λυθεί

Εν κατακλείδι, και κατά την άποψή μας, πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν μπορεί να παραμείνει μετέωρο. Οι απόφοιτοι ψυχολογίας βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια θεσμική εκκρεμότητα που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι και παραμένουν όμηροι σε μια διαμάχη για την ερμηνεία ενός νόμου που, αντί να υπηρετεί τη σαφήνεια, γεννά ασάφεια. Είτε πρόκειται για πέντε είτε για πενήντα περιπτώσεις, η αδυναμία αυτών των νέων ανθρώπων να ασκήσουν το επάγγελμα για το οποίο σπούδασαν επί έξι και πλέον χρόνια δεν συνιστά απλώς αδικία, αλλά αποτελεί πλήγμα στην ίδια την αξιοπιστία του θεσμικού πλαισίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ