Του Αδάμου Αδάμου
Οι διεργασίες για επίτευξη της πρόσφατης συμφωνίας για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) δοκίμασαν για ακόμα μια φορά τις εργασιακές σχέσεις στον τόπο, αλλά και την τριμερή κοινωνική συνεργασία, μεταξύ Πολιτείας, Συντεχνιών και Εργοδοτών.
Η τελευταία, παρά την κρίση εμπιστοσύνης που περνά όπως και άλλες σχέσεις στις μέρες μας, επιβίωσε, αλλά όχι αλώβητη.
Στο πλαίσιο αυτό τα επεισόδια που οδήγησαν στην επίτευξη της «Μόνιμης Συμφωνίας για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή» δεν αναμένεται να είναι τα τελευταία. Ούτε καν για αυτήν την ΑΤΑ, αλλά ούτε και για το θέμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το κύριο πεδίο δράσης Συντεχνιών και Εργοδοτικών Οργανώσεων.
Σε αυτό συνηγορούν η ίδια η συμφωνία για την ΑΤΑ, αλλά και η πρόσφατη επιβεβαίωση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) της νομικής ισχύος του μεγαλύτερου μέρους της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οδηγία που δεν στοχεύει μόνο στην επάρκεια των κατώτατων μισθών, αλλά (κυρίως) στην προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών και κατ’ επέκταση στην ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων.
Ήδη, οι συντεχνίες με «οδηγό» την εν λόγω Οδηγία προσβλέπουν σε πυκνότερη κάλυψη των εργαζόμενων μέσω συλλογικών συμβάσεων, αλλά και σε επέκταση του Θεσμού της ΑΤΑ, έχοντας ως «αξίωμα» ότι η επέκταση της ΑΤΑ περνά μέσα από την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων.
Σταθμός η συμφωνία για την ΑΤΑ
Ενόψει των πιο πάνω, οι συντεχνίες θεωρούν «σταθμό» και όχι «τέρμα» την πρόσφατη συμφωνία για την ΑΤΑ η οποία απογοήτευσε μεγάλο μέρος των εργαζόμενων που δεν επωφελείται από τον Θεσμό, καθότι διαψεύστηκαν οι προσδοκίες που καλλιέργησε και η ίδια η Κυβέρνηση για καθολική επέκτασή του. Αυτό προκύπτει από τις τοποθετήσεις τους καθώς μετά την αποδοχή και υπογραφή της συμφωνίας κατέστησαν σαφές πως η προσπάθεια για επέκταση του Θεσμού, αλλά και για περαιτέρω κατοχύρωση των συλλογικών συμβάσεων θα συνεχιστεί.
Η προσπάθεια αναμένεται να συναντήσει την αντίδραση των Εργοδοτικών Οργανώσεων οι οποίες, όμως, δεν αποκλείεται εφόσον ανοίξει το θέμα ΑΤΑ ξανά να επαναφέρουν το αίτημά τους, αν όχι για κατάργηση του Θεσμού, τουλάχιστον για αλλαγές που θα τον εκσυγχρονίσουν, αφού στην πρόσφατη διαπραγμάτευση οι δυνάμεις τους αναλώθηκαν για αποτροπή διεύρυνσης και επέκτασης της ΑΤΑ.
Γι’ αυτό και η μόνιμη συμφωνία για την ΑΤΑ, προσώρας τουλάχιστον, αφήνει αδιάφορη την πλειοψηφία των εργαζόμενων καθώς αφορά μόνο όσους ήδη λαμβάνουν ΑΤΑ.
Συγκεκριμένα η μόνιμη συμφωνία για την ΑΤΑ προβλέπει τα πιο κάτω:
· Σταδιακή πλήρη αποκατάσταση του ποσοστού καταβολής του Τιμαριθμικού Επιδόματος από το 66,7% στο 100% της αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (80% κατά τον Ιανουάριο του 2026, 90% κατά τον Ιούλιο του 2026 και 100% από τον Ιούλιο του 2027 και εντεύθεν, για τον Ιούλιο εκάστου έτους).
· Ενεργοποίηση του μηχανισμού της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής εφόσον η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του ρυθμού ανάπτυξης κατά το προηγούμενο έτος είναι θετική.
· Καθορισμός ανώτατου ορίου αύξησης του πληθωρισμού κατά το προηγούμενο έτος ύψους 4% για τον υπολογισμό της ετήσιας ανώτατης αύξησης του Τιμαριθμικού Επιδόματος.
Στη συμφωνία προβλέπονται και τα εξής: «Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε συνεννόηση με τον Υπουργό Οικονομικών ή κατόπιν εισήγησης των συμβαλλόμενων μερών δύναται να συγκαλεί διευρυμένη σύνοδο του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος για τη συναξιολόγηση διαβλεπόμενων μακροοικονομικών κινδύνων. Για την εφαρμογή και την επέκταση του Θεσμού της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής και για την καταβολή του Τιμαριθμικού Επιδόματος σε περισσότερους δικαιούχους, η Κυβέρνηση θα εφαρμόσει πολιτικές κατόπιν συμφωνίας με τους Κοινωνικούς Εταίρους και κίνητρα σε συνεννόηση με την εργοδοτική πλευρά».
Η κατακλείδα της μόνιμης συμφωνίας, αφήνει μεν «παράθυρο» για επέκταση του Θεσμού της ΑΤΑ, μέσα όμως από νέες διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων.
Το παράρτημα και ο κατώτατος
Σε νέες διαπραγματεύσεις θα συζητηθεί περαιτέρω και η διασύνδεση της ΑΤΑ με τον κατώτατο μισθό. Η διασύνδεση καταγράφεται σε παράρτημα της μόνιμης συμφωνίας για την ΑΤΑ, αποτελώντας προφανώς μέρος της.
Στο παράρτημα αναφέρονται τα εξής: «Διασύνδεση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού και της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, μέσω της ενσωμάτωσης του ποσού που αντιστοιχεί στο εκάστοτε Τιμαριθμικό Επίδομα των δυο προηγούμενων ετών στο περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Διάταγμα και ακολούθως θα τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 7 του εν λόγω Διατάγματος. Το συγκεκριμένο θέμα θα επανασυζητηθεί με την αναθεώρηση λόγω του Κατώτατου Μισθού το 2028».
Ο κατώτατος και η Οδηγία
Η ΑΤΑ, όπως αναφέρθηκε δεν συνδέεται μόνο με τον κατώτατο μισθό, αλλά και με τις συλλογικές συμβάσεις, καθώς θέση των συντεχνιών είναι πως η επέκτασή της θα επέλθει με επέκταση των συμβάσεων. Σύμμαχο προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν πλέον οι Συντεχνίες με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τον κατώτατο μισθό που όπως αναφέρθηκε με τη σειρά της συνδέεται με τις συλλογικές συμβάσεις.
Η Κύπρος, εν αναμονή και της απόφασης του ΔΕΕ λόγω της προσφυγής της Δανίας που ζητούσε ακύρωση της Οδηγίας, είναι από τις λίγες χώρες της Ε.Ε. που δεν έχει ακόμα υιοθετήσει την εν λόγω Οδηγία.
Με την απόφαση του ΔΕΕ το σκηνικό έχει ξεκαθαρίσει σε αρκετό βαθμό, καθώς η Οδηγία κατάφερε να επιβιώσει της προσφυγής του Βασιλείου της Δανίας.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, όπως καταγράφεται στην ανακοίνωση του ΔΕΕ, η Δανία προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας να ακυρωθεί στο σύνολό της η Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Οδηγία παραβιάζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των Κρατών Μελών, επειδή συνεπάγεται άμεση επέμβαση στους τομείς του καθορισμού των αμοιβών εντός της Ένωσης και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, για τους οποίους αρμόδια σύμφωνα με τις Συνθήκες είναι τα Κράτη Μέλη. Το Δικαστήριο δέχεται εν μέρει τα επιχειρήματα της Δανίας. Εντοπίζει τέτοιας φύσης επέμβαση σε δύο διατάξεις της Οδηγίας οι οποίες απευθύνονται στα Κράτη Μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς και αφορούν τον καθορισμό ή την επικαιροποίηση των μισθών αυτών. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή της Δανίας και επιβεβαιώνει έτσι το κύρος του μεγαλύτερου μέρους της επίμαχης Οδηγίας.
Συγκεκριμένα το ΔΕΕ με την απόφασή του, όπως το ίδιο ανακοίνωσε, επιβεβαιώνει το κύρος του μεγαλύτερου μέρους της Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια ώρα, ωστόσο, ακυρώνει τη διάταξη που απαριθμεί τα κριτήρια τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνουν υπόψη τα Κράτη Μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς όταν καθορίζουν και επικαιροποιούν τους μισθούς αυτούς, καθώς και τον κανόνα που εμποδίζει τη μείωση των νόμιμων κατώτατων μισθών στην περίπτωση Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής τους.
Τα υποχρεωτικά κριτήρια για καθορισμό του κατώτατου μισθού τα οποία και τελικά αφαιρούνται από την Οδηγία αφορούσαν τα εξής: α) την αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης· β) το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους· γ) τον ρυθμό αύξησης των μισθών·Δ) τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.
Παρόλα αυτά, σε σχέση με τη δαδικασία καθορισμού επαρκών νόμιμων κατώτατων μισθών, η Οδηγία αναφέρει πως «τα Κράτη Μέλη με νόμιμους κατώτατους μισθούς θεσπίζουν τις αναγκαίες διαδικασίες για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών» και ο εν λόγω καθορισμός και επικαιροποίηση «διέπονται από κριτήρια που καθορίζονται ώστε να συμβάλλουν στην επάρκειά τους, με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, τη μείωση της φτώχειας των εργαζόμενων, καθώς και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω και τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων». «Τα Κράτη Μέλη καθορίζουν τα εν λόγω κριτήρια σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές τους, με σχετικό εθνικό δίκαιο, με αποφάσεις των αρμόδιων φορέων τους ή με τριμερείς συμφωνίες», προσθέτει η Οδηγία.
Περαιτέρω, η Οδηγία προβλέπει ακόμα πως «τα Κράτη Μέλη χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την καθοδήγηση της εκτίμησής τους ως προς την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών. Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται συνήθως σε διεθνές επίπεδο, όπως το 60 % του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50 % του ακαθάριστου μέσου μισθού και/οι ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο».
Η Οδηγία και οι Συμβάσεις
Κύριος στόχος της Οδηγίας, όμως, δεν είναι μόνο η καθοδήγηση για διασφάλιση της επάρκειας των κατώτατων μισθών στην Ε.Ε., αλλά η στήριξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων και κατ’ επέκταση των συλλογικών συμβάσεων. Κι αυτό γιατί η Ε.Ε. αναγνωρίζει τη σημασία και τον ρόλο των συλλογικών συμβάσεων στην επάρκεια των μισθών γενικότερα. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της Οδηγίας «τα Κράτη Μέλη με υψηλό ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις τείνουν να έχουν μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζόμενων και υψηλούς κατώτατους μισθούς. Τα Κράτη Μέλη με μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζόμενων έχουν ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις άνω του 80 %. Ομοίως, η πλειονότητα των Κρατών Μελών με υψηλά επίπεδα κατώτατων μισθών σε σχέση με τον μέσο μισθό έχει κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις άνω του 80 %».
Στο πλαίσιο αυτό η Οδηγία προβλέπει και προτείνει μέτρα για προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών.
Περαιτέρω το άρθρο 4 της Οδηγίας, παράγραφος 2 αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Επιπρόσθετα, κάθε Κράτος Μέλος στο οποίο το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80 % θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με συμφωνία με αυτούς. Το εν λόγω Κράτος Μέλος εκπονεί, επίσης, σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το Κράτος Μέλος εκπονεί αυτό το σχέδιο δράσης κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Το σχέδιο δράσης ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων… Το σχέδιο δράσης και τυχόν επικαιροποιήσεις του δημοσιοποιούνται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή».
Διαφορετικές αναγνώσεις
Με το ποσοστό κάλυψης των εργαζόμενων από συλλογικές συμβάσεις στην Κύπρο να υπολείπεται του 80% - υπολογίζεται γύρω στο 45%, περιλαμβανομένων των εργαζόμενων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα – η εκπόνηση σχεδίου δράσης για αύξηση του ποσοστού θεωρείται μονόδρομος. Στο πλαίσιο αυτό, αλλά και ενόψει εφαρμογής της Οδηγίας της Ε.Ε. για επαρκείς κατώτατους μισθούς, γενικότερα αναμένεται ο διάλογος που θα αρχίσει να είναι ξανά δύσκολος βάσει των πρώτων τοποθετήσεων των κοινωνικών εταίρων. Σε αυτό συνηγορούν οι πρώτες τοποθετήσεις των κοινωνικών εταίρων μετά την απόφαση του ΔΕΕ, καθώς Εργοδότες και Συντεχνίες διαβάζουν διαφορετικά τόσο την Οδηγία όσο και την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι Εργοδοτικές Οργανώσεις έσπευσαν μετά την απόφαση του ΔΕΕ να προβούν σε διευκρινίσεις.
· Η ΟΕΒ αναφέρει μεταξύ άλλων πως το όριο του 80% για κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις νοείται μόνο ως δείκτης που ενεργοποιεί την υποχρέωση κατάρτισης σχεδίου δράσης από τα Κράτη Μέλη για προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για καθορισμό των μισθών. Σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται ποσοστό κάλυψης 80% από συλλογικές συμβάσεις. Αναφέρει ακόμα πως η Οδηγία δεν επιβάλλει την προσχώρηση μεγαλύτερου αριθμού εργαζόμενων σε Συνδικαλιστικές Οργανώσεις και πως ούτε επιβάλλει στα Κράτη Μέλη να κηρύσσουν τις συλλογικές συμβάσεις ως υποχρεωτικές. Η ΟΕΒ αναφέρει ακόμα ότι με την Οδηγία «τα Κράτη Μέλη χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς για την εκτίμηση της επάρκειας των κατώτατων μισθών, όπως το 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού», διευκρινίζοντας όμως στη συνέχεια πως η Οδηγία σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στις χώρες Μέλη να καθορίσουν τον Εθνικό Κατώτατο Μισθό στα πιο πάνω ποσοστά. Επικαλούμενη μάλιστα στοιχεία της ETUC (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικαλιστών Οργανώσεων) η ΟΕΒ σημειώνει πως η συντριπτική πλειοψηφία των Κρατών Μελών έχουν Εθνικό Κατώτατο Μισθό πολύ χαμηλότερο του 60% του αντίστοιχου εθνικού διάμεσου και πολύ χαμηλότερο από το 50% του εθνικού μέσου μισθού, λαμβάνοντας υπόψη και τυχόν 13ο ή και 14ο μισθό όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας. Βάσει αυτών των στοιχείων στην Κύπρο το ύψος του Εθνικού Κατώτατου Μισθού ως ποσοστό του ενικού διάμεσου μισθού ανέρχεται στο 53% όσο και στην Ισπανία.
· Το ΚΕΒΕ υποστήριξε με τη σειρά του πως το δικαστήριο «έκανε σαφές ότι δεν υποχρεώνονται τα Κράτη Μέλη να επιβάλουν την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων όπως ισχυρίζονται οι Συντεχνίες» και πως η Οδηγία απαιτεί την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου αλλά δεν παραβιάζει την ελευθερία των μερών να μη συμβάλλονται ή να καθορίζουν μόνα τους τους όρους. Αναφέρει περαιτέρω πως το ΔΕΕ έκανε ξεκάθαρο ότι η Οδηγία ενθαρρύνει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε χώρες που η κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων είναι κάτω του 80% και υποχρεώνει τα Κράτη Μέλη να εκπονήσουν σχέδιο δράσης με συγκεκριμένα μέτρα τα οποία να υποβοηθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, συμπληρώνοντας πως «στην Κύπρο υπάρχουν αρκετά μέτρα που υποβοηθούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις όπως είναι ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, ο Νόμος για την Αναγνώριση των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, ο περί Συντεχνιών Νόμος, η ρύθμιση των απεργιών στις ουσιώδεις υπηρεσίες».
· Η ΣΕΚ χαιρετίζοντας την απόφαση του ΔΕΕ ανέφερε πως το γενικότερο συμπέρασμα της Οδηγίας είναι πως τα Κράτη τα οποία έχουν κάλυψη εργαζόμενων από συλλογικές συμβάσεις κάτω του 80% υποχρεούνται όπως καταρτίσουν σχέδιο δράσης, με σαφή χρονοδιαγράμματα για αύξηση του ποσοστού κάλυψης. Αναφέρει ακόμα πως το γεγονός ότι το ποσοστό κάλυψης εργαζόμενων μέσω συλλογικών συμβάσεων στην Κύπρο ανέρχεται περίπου στο 43%. Αυτό από μόνο του καταδεικνύει την ανάγκη αύξησής του, όπως και τη χρησιμότητα της Οδηγίας.
Σε δηλώσεις του εξάλλου ο Γ.Γ. της ΣΕΚ, Ανδρέας Μάτσας ανέφερε ακόμα πως «στόχευσή μας είναι να αξιοποιήσουμε αυτό το οποίο δημιουργείται ως δυνατότητα και δυναμική μέσα από τη συγκεκριμένη Οδηγία, έτσι ώστε σε συνάρτηση με τη στοχευμένη και επαναδιατυπωμένη και σήμερα οργανωτική ανάπτυξη, να δημιουργήσουμε περισσότερες δυνατότητες για να καλύψουμε το σύνολο των εργαζόμενων», προσθέτοντας πως μέχρι σήμερα υπήρχε μία προσμονή από την εργοδοτική πλευρά ότι το δικαστήριο θα αποδομούσε τη συγκεκριμένη Οδηγία.
Σε δικές της δηλώσεις – στο ΚΥΠΕ- μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. η Γ.Γ. της ΠΕΟ, Σωτηρούλα Χαραλάμπους είπε ότι το ΔΕΕ τσιμέντωσε την ύπαρξη της Οδηγίας και απάντησε ότι επί της ουσίας η Οδηγία δεν αποτελεί παρέμβαση στις εθνικές αρμοδιότητες». Η κ. Χαραλάμπους πρόσθεσε ότι η Οδηγία βάζει δύο υποχρεώσεις στα Κράτη Μέλη. Από τη μία και τα 27 Κράτη Μέλη έχουν τη γενική υποχρέωση να πάρουν μέτρα που να ενθαρρύνουν τη διεύρυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Από την άλλη, υπάρχει η ειδική υποχρέωση, που ισχύει και για την Κύπρο, ώστε σε όσες χώρες η κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων είναι κάτω από το 80% να συστήσουν συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. «Αυτό σημαίνει μέτρα, μέσα από τα οποία θα ενθαρρύνονται οι συλλογικές συμβάσεις, θα δεσμεύονται τα δύο μέρη εκείνων που αποφασίζουν να τις εφαρμόζουν, μέτρα που να δίνουν κίνητρα στο να προχωρήσουν οι εργοδότες να κάνουν συλλογικές συμβάσεις και μέτρα, ταυτόχρονα, που να αποθαρρύνουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ όσων εφαρμόζουν συμβάσεις και όσων όχι στον ιδιωτικό τομέα», είπε. Για παράδειγμα, ανέφερε, ένα αναγκαίο μέτρο, είναι το κράτος που παρέχει μία δημόσια σύμβαση, να μοριοδοτεί περισσότερο όσους εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις ή να αποκλείει φορείς που δεν έχουν συλλογική σύμβαση. «Δεν ζητούμε από το κράτος να μας κάνει συμβάσεις, αλλά μέτρα», είπε.
Διαβάστε επίσης: Η KPMG μεταβιβάζει τα κτίριά της σε Λευκωσία και Λεμεσό



